Τα τελευταία χρόνια όξυνσης των ανισοτήτων και των διακρίσεων, ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Ταυτόχρονα, διευρύνονται οι ευάλωτες ομάδες που βιώνουν έλλειψη στέγης στην οποία δεν περιλαμβάνεται μονάχα η αστεγία αλλά και ευρύτερες, και όχι πάντα ορατές, μορφές στεγαστικής επισφάλειας.
“Ευάλωτες κοινωνικές ομάδες” είναι οι ομάδες του πληθυσμού που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό λόγω διαφορετικών και πολλαπλών παραγόντων και έχουν περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε κοινωνικά και δημόσια αγαθά, μεταξύ άλλων και στη στέγη.
Στα χρόνια της πολυδιάστατης κρίσης, με την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, με το κράτος πρόνοιας να συρρικνώνεται και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας να αποδιαρθρώνονται, ο αριθμός των ανθρώπων που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού διαρκώς αυξάνεται και οι ομάδες που βιώνουν την στεγαστική επισφάλεια διευρύνονται και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους νέους/ες, τους ηλικιωμένους/ες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τους μετανάστες/τριες, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, κ.ά.
Η στεγαστική επισφάλεια δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά την ορατή έλλειψη στέγης (τους άστεγους/ες στο δρόμο ή σε δομές για αστέγους) αλλά και πιο αθέατες και άτυπες μορφές της, οι οποίες εντείνονται κατά την περίοδο της κρίσης. Αν και αυτές οι καταστάσεις εντοπίζονται εντονότερα στην πόλη της Αθήνας, αντίστοιχα φαινόμενα αστεγίας και επισφαλούς στέγης αναπτύσσονται και σε μικρότερους δήμους της χώρας.
Η έλλειψη στέγης και, συνολικότερα, η στεγαστική επισφάλεια συνδέονται και με μία σειρά από άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, αυξημένο στρες, ουσιοεξάρτηση, έκθεση σε κινδύνους κλπ. που επιδρούν πολλαπλασιαστικά ιδιαίτερα για ευάλωτες ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι/ες, ανάπηροι/ες, ανήλικοι/ες, μονογονείς, άτομα που υφίστανται διακρίσεις κ.ά.
Η αύξηση των προσφυγικών μετακινήσεων από το 2015 και έπειτα ανέδειξε με έντονο τρόπο ζητήματα στέγασης των προσφύγων. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας υλοποιούνται συγκροτημένες πολιτικές φιλοξενίας και στέγασης αιτούντων άσυλο και προσφύγων, οι οποίες βέβαια έχουν γίνει και αντικείμενο κριτικής 1 , καθώς συχνά κατηγοριοποιούν τους προσφυγικούς πληθυσμούς με βάση συγκεκριμένα κριτήρια ευαλωτότητας ανάλογα με τα οποία τους “κατανέμουν” σε διάφορες μορφές και περιοχές στέγασης ανά τη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, ταυτόχρονα με τις εισοδηματικές και ταξικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην κατοικία, εντείνονται επίσης οι στεγαστικές διακρίσεις και οι αποκλεισμοί λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνοτικής καταγωγής, διακριτών πολιτισμικών χαρακτηριστικών κλπ.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στα χρόνια της κρίσης επιδεινώθηκαν σημαντικά διάφοροι δείκτες που αποτυπώνουν τα φαινόμενα στεγαστικής επισφάλειας και έλλειψης στέγης στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά, τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονταν στο 27,7% το 2010, στο 36% το 2014 και σήμερα βρίσκονται στο 28,9%.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά ανεργίας, ανέρχονταν στο 8% το 2008 και αυξήθηκαν στο 25,8% το 2015, ενώ τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκαν από 3,7% το 2008 σε 19,5% το 2014. Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά υλικής αποστέρησης το 2008 βρίσκονταν στο 21,8% και αυξήθηκαν στο 40,7% το 2016. Ακόμα πιο κρίσιμο, τα ποσοστά στεγαστικής επιβάρυνσης των φτωχών νοικοκυριών αυξήθηκαν από 18,1% το 2010 σε 45,5% το 2015.
Σύμφωνα με τον λειτουργικό ορισμό της αστεγίας – ETHOS που δίνει η FEANTSA, άστεγος/η δεν θεωρείται μόνο εκείνος/η που διαβιεί αποκλειστικά στο δρόμο. Η έννοια του σπιτιού ορίζεται με βάση τρεις παραμέτρους, η έλλειψη των οποίων περιγράφει και τον αποκλεισμό από την κατοικία: (1) Το να έχει κάποιος σπίτι σημαίνει ότι έχει ένα κατάλληλο οίκημα (ή χώρο), στο οποίο ο ίδιος/α και η οικογένειά του έχουν την αποκλειστική κυριότητα (φυσική διάσταση), (2) Το να είναι κανείς σε θέση να διαθέτει προσωπικό χώρο και να απολαμβάνει τις κοινωνικές του σχέσεις (κοινωνική διάσταση) και (3) Το να έχει κανείς έναν νόμιμο τίτλο για την ιδιοκτησία ενός χώρου (νομική διάσταση).
Αυτή η ανάλυση οδηγεί στις 4 κύριες διαφοροποιήσεις: (1) Αστεγία στο δρόμο, (2) Έλλειψη κατοικίας, (3) Επισφαλής στέγη και (4) Ανεπαρκής ή Ακατάλληλη στέγη, διαφοροποιήσεις οι οποίες υποδηλώνουν όλες την έλλειψη σπιτιού.
Στην Αθήνα εντοπίζονται επίσης διαφορετικά τοπία έλλειψης στέγης που αντανακλούν τις διαφορετικές της μορφές, όπως η αθέατη και άτυπη, η αθέατη και τυπική, η ορατή και τυπική, η ορατή και άτυπη έλλειψη στέγης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (2015) για την Αττική, τα νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται από αθέατη και άτυπη έλλειψη στέγης αποτελούσαν κατά το 2013 το 13%-14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 514.000 άτομα, εκ των οποίων 305.000 έχουν ελληνική και 209.000 ξένη υπηκοότητα. Πρόκειται για νοικοκυριά που δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία και υφίστανται συνθήκες φτώχειας και αποκλεισμού, δηλαδή είτε το εισόδημά τους είναι χαμηλότερο από το όριο φτώχειας, είτε το σύνολο των ενήλικων μελών είναι άνεργα ή υποαπασχολούνται, είτε αντιμετωπίζουν συνθήκες στεγαστικής αποστέρησης.
Από τη δεκαετία του 2000 και ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, αναπτύσσεται και στην Ελλάδα – κυρίως στην Αθήνα – ένας διακριτός τομέας παροχής υπηρεσιών σε αστέγους που περιλαμβάνει υπηρεσίες πρόληψης, επειγουσας στέγασης, μεταβατικής φιλοξενίας και στεγαστικής και κοινωνικής ένταξης.
Βασικό πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη σχετικών δεδομένων. Έρευνα του Δήμου Αθηναίων το 2016 σε δείγμα 451 αστέγων έδειξε ότι το 71% κατέληξαν στην αστεγία τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης.
Κατά το 2018, πιο πρόσφατη πιλοτική έρευνα που έγινε σε τμήματα έξι μεγάλων Δήμων της χώρας (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Ηρακλείου, Ν. Ιωνίας, Ιωαννιτών και Τρικκαίων) εντόπισε στα τμήματα του Δήμου Αθηναίων στα οποία επικεντρώθηκε 793 άστεγους/ες στον δρόμο, σε δομές και σε υποστηριζόμενα διαμερίσματα, εκ των οποίων οι 353 στον δρόμο. Σε ό,τι αφορά τη συνολική εικόνα και στους 6 Δήμους, το 49% των αστέγων έμενε στον δρόμο για πρώτη φορά. Οι επικρατέστεροι λόγοι της αστεγίας ήταν αυτοί που έχουν να κάνουν με οικονομικά προβλήματα και με την ανεργία. Στην ερώτηση πού κατοικούσαν πριν μείνουν άστεγοι/ες αυτήν τη φορά, ένα μεγάλο ποσοστό διέμενε σε δικό του σπίτι, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό έμενε σε σπίτι που νοίκιαζε και άλλοι έμεναν σε σπίτια συγγενών, φίλων και γνωστών.
Δυστυχώς, έλλειψη στοιχείων υπάρχει και ως προς τις δημόσιες δαπάνες στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι δαπάνες για τον τομέα της κατοικίας περιορίστηκαν από 0,29% το 2008 σε 0,01% το 2020. Στα δεδομένα αυτά δεν φαίνεται να έχουν συμπεριληφθεί οι δαπάνες για το επίδομα στέγασης μετά το 2019, ενώ στην αντίστοιχη ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρεται ότι τα στοιχεία για τη στέγαση δεν είναι διαθέσιμα.
Μετά τις αυξημένες προσφυγικές μετακινήσεις του 2015, αναπτύσσονται στεγαστικές υπηρεσίες για τους αιτούντες άσυλο, που αφορούν κυρίως τη διαμονή τους σε χώρους μαζικής φιλοξενίας (camps), ενώ παράλληλα αναπτύσσεται ένα εκτεταμένο πρόγραμμα φιλοξενίας των “ευάλωτων” αιτούντων άσυλο σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα σε όλη την Ελλάδα (πρόγραμμα ESTIA Ι & ΙΙ) και παρέχονται δομές για τη στέγαση ασυνόδευτων ανηλίκων.
Με στόχο τη μετάβαση στη λεγόμενη “αυτόνομη διαβίωση”, υλοποιείται και το πρόγραμμα HELIOS, ένα πρόγραμμα επιδοτούμενης ενοικιαζόμενης κατοικίας για δικαιούχους διεθνούς προστασίας σε συνδυασμό με άλλες επιπλέον ενταξιακές υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ, από τον Νοέμβριο του 2015 έχουν φιλοξενηθεί συνολικά σχεδόν 83.000 άτομα, ενώ ως το τέλος Νοεμβρίου του 2021 στεγάζονταν στο πρόγραμμα 14.435 άτομα, κυρίως από το Αφγανιστάν, τη Συρία και το Ιράκ. Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα HELIOS, συνολικά 16.176 άτομα έχουν επωφεληθεί από την υποστήριξη ενοικιαζόμενης κατοικίας, ενώ στα τέλη του Δεκεμβρίου 2021, συγκεκριμένα, επωφελούνταν 1.839, αντίστοιχων εθνικοτήτων όπως στο πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ.
Τέλος, τον Μάρτιο του 2022 ο εκτιμώμενος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων (Α.Α.) ήταν 2.079, εκ των οποίων: 90% Αγόρια, 10% Κορίτσια, 7% <14 ετών, 1.626 Α.Α. σε δομές φιλοξενίας, 283 Α.Α. σε διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης, 78 Α.Α. σε δομές επείγουσας φιλοξενίας, 73 Α.Α. σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, 19 Α.Α. σε ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί οι πολλαπλές δυσκολίες πρόσβασης στη στέγη που αντιμετωπίζουν διακριτές ομάδες λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνοτικής καταγωγής, φύλου ή άλλων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, αλλά και η στεγαστική επισφάλεια που βιώνουν άτομα που διαβιούν υπό την απειλή ενδοοικογενειακής βίας – φαινόμενα που εντάθηκαν την περίοδο της πανδημίας.
Στην περίπτωση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων υπάρχουν φορές που η παραμονή στο σπίτι δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή, καθώς συνοδεύεται από συναισθηματική ή και σωματική κακοποίηση. Με δεδομένη την απόλυτη έλλειψη συμπεριληπτικών και εξειδικευμένων υποστηρικτικών δομών, η αστεγία είναι μονόδρομος. Ποιοτικές μελέτες που διερευνούν το ζήτημα της επισφάλειας στέγης των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, αναδεικνύουν αφενός τις υπαρκτές στην Αθήνα στεγαστικές διαδρομές ευαλωτότητας, επισφάλειας και αποκλεισμού και αφετέρου μια σειρά άτυπων πρακτικών καθημερινότητας, αλληλοϋποστήριξης και αλληλεγγύης που επιτρέπουν σε άτομα των συγκεκριμένων ομάδων να ανταπεξέρχονται σε ζητήματα στεγαστικού αποκλεισμού. 2
Τέλος, θα πρέπει να γίνει αναφορά σε χρονίζουσες καταστάσεις απάνθρωπης στέγασης σε καταυλισμούς με πρόχειρα καταλύματα, έλλειψη υποδομών και ακατάλληλες συνθήκες στις οποίες διαβιούν ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, πέρα από τους πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που προαναφέρθηκαν, όπως οι Ρομά και οι εποχικά εργαζόμενοι μετανάστες στον αγροτικό τομέα.
Τα αίτια της έλλειψης στέγης σχετίζονται με την επισφαλειοποίηση των αγορών εργασίας και την αύξηση της φτώχειας, τον περιορισμό των παροχών του κοινωνικού κράτους, τις δυσχέρειες που προκαλεί η λειτουργία της κτηματαγοράς και η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας, και η επίδραση επιβαρυντικών κοινωνικών παραγόντων, όπως η μετανάστευση, η ηλικία, τα προβλήματα υγείας, η κατάρρευση οικογενειακών σχέσεων ή η ανεπαρκής υποστήριξη ανθρώπων σε φάση αποϊδρυματοποίησης (από προνοιακά, σωφρονιστικά, νοσοκομειακά και άλλα ιδρύματα).
Διαχρονικά στην Ελλάδα, οι κοινωνικές πολιτικές για τις ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των αστέγων, χαρακτηρίστηκαν από υπολειμματικότητα, αποσπασματικότητα, ασυνέχεια, απουσία κεντρικά ελεγχόμενου συντονισμού, καθώς και από κυριαρχία ενός διαχειριστικού πνεύματος φιλανθρωπίας.3 Τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονται και με την έλλειψη μιας συνολικότερης πολιτικής για την πρόσβαση στη στέγη, άλλοθι για την οποία έχουν διαχρονικά αποτελέσει τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης.
Ταυτόχρονα με την έλλειψη πολιτικών για την πρόσβαση στη στέγη των ευάλωτων ομάδων, χρειάζεται να σημειωθεί ως κεντρικό στοιχείο η αορατότητα και απουσία τους από τον δημόσιο διάλογο και τη δημόσια σφαίρα. Το στοιχείο αυτό συνδέεται και με την κυριαρχία του οικογενειοκρατικού μοντέλου στην Ελλάδα που μεταθέτει στην οικογένεια την απόλυτη ευθύνη για τη στήριξη των μελών της.
Τα παραπάνω έγιναν ιδιαίτερα εμφανή και κατά την περίοδο της πανδημίας: Τα συνεχή lockdown, ανέδειξαν πως το “μένουμε σπίτι”, αποτελεί ένα μέτρο πολιτικής το οποίο δεν μπορεί να προστατέψει τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα αναδεικνύει πολλαπλές ανισότητες και αποκλεισμούς – ειδικά για όσες/ους βρίσκονται σε επισφάλεια στέγης – ενώ μπορεί για κάποιες/ους να αποτελεί και απειλή.
Σήμερα, τη στιγμή που υπάρχουν σοβαρές τάσεις αύξησης της στεγαστικής επισφάλειας, οι κοινωνικές πολιτικές αποδυναμώνονται ή προσανατολίζονται αποκλειστικά στη διαχείριση των δημόσια ορατών και πιο ακραίων φαινομένων.
Μια σειρά από στεγαστικά προγράμματα και παροχές που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια παραμένουν αποσπασματικές και με επισφαλή χρηματοδότηση (ιδιαίτερα οι δομές παροχής υπηρεσιών στους Δήμους, που χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον από ευρωπαϊκούς πόρους). Ελλείψει ενός κεντρικού φορέα σχεδιασμού και συντονισμού, καθώς επίσης ενός συνολικού πλαισίου δημόσιας παρέμβασης στην κατοικία, τα προγράμματα αυτά και οι παροχές πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για μια ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη στεγαστική πολιτική.
Τα προγράμματα και οι παροχές που εφαρμόζονται την περίοδο αυτή στην Ελλάδα είναι:
Το επίδομα ενοικίου, το οποίο αποτελεί και τη μοναδική οριζόντια στεγαστική πολιτική. Τα κριτήρια είναι εισοδηματικά, περιουσιακά και διαμονής. Με συνολικό ετήσιο προϋπολογισμό 300 εκατομμυρίων ευρώ, απευθύνεται σε 260.000 νοικοκυριά και 667.000 ανθρώπους.
Το πρόγραμμα “Στέγαση και Εργασία”, το οποίο αποτελεί εξέλιξη του προγράμματος “Στέγαση και Επανένταξη” που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2014 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2019. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται στα 10.000.000 ευρώ και στοχεύει στην επανένταξη 600 νοικοκυριών στους δυνητικά εντασσόμενους Δήμους της χώρας. Υλοποιείται από Δήμους με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων.
Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ) για αστέγους από το 2017, το οποίο δίνεται σε περίπου 273.000 νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων.
Δομές που παρέχουν υπηρεσίες σε αστέγους ανά Δήμο, όπως Ανοικτά Κέντρα Ημέρας, Υπνωτήρια, Ξενώνες Μεταβατικής Φιλοξενίας, Υποστηριζόμενα Διαμερίσματα. Στην Αθήνα υπάρχουν 8 δομές, στον Πειραιά 6 δομές ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα 6 δομές. Περίπου 110 κτίρια σε όλη την Ελλάδα λειτουργούν ως καταφύγια ψύχους και είναι διαθέσιμα για έκτακτη φιλοξενία, κατόπιν απόφασης του οικείου Δήμου και ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες.
Το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ για τη φιλοξενία ευάλωτων αιτούντων άσυλο σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και το πρόγραμμα HELIOS για την υποστήριξη ενοικιαζόμενης κατοικίας για δικαιούχους διεθνούς προστασίας σε συνδυασμό και με άλλες υπηρεσίες ένταξης.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ, η μη συνδεσή του με ενταξιακές δράσεις και πολιτικές, σε συνδυασμό με την υποχρεωτικότητα τερματισμού της φιλοξενίας μόνο ένα μήνα μετά την επίδοση της απόφασης ασύλου, χωρίς απαραίτητα να έχει εξασφαλιστεί η άμεση πρόσβαση στο HELIOS, εντείνει τη στεγαστική επισφάλεια 4 και οδηγεί μαζικά τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας σε αστεγία.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν σχεδιασμοί για τον περιορισμό και τον σταδιακό τερματισμό του προγράμματος ΕΣΤΙΑ έως το τέλος του 2022. Παράλληλα, το πρόγραμμα HELIOS χαρακτηρίζεται από το βραχυπρόθεσμο διάστημα οικονομικής υποστήριξης για την επιδότηση του ενοικίου και την αυστηρότητα των κριτηρίων ένταξης και παραμονής σε αυτό.
Η αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης αποτελεί τον 19ο άξονα του Ευρωπαϊκού Πυλώνα για τα Κοινωνικά Δικαιώματα (European Pillar of Social Rights). Βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ προς την επίτευξη του στόχου αυτού είναι: η υιοθέτηση μακροπρόθεσμων, ολοκληρωμένων στρατηγικών για την έλλειψη στέγης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο 5 , καθώς επίσης η εισαγωγή αποτελεσματικών πολιτικών για την πρόληψη των εξώσεων, όπως κρίνεται και από το Πακέτο Κοινωνικής Επένδυσης που υιοθετήθηκε το 2013 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τον Ιούνιο του 2021, εγκαινιάστηκε η Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση του φαινομένου της αστεγίας, ως μια κοινή δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον συντονισμό των παρεμβάσεων των κρατών μελών και την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Σκοπός της πρωτοβουλίας είναι η διευκόλυνση της ανταλλαγής γνώσης και καλών πρακτικών, η βελτίωση των διαθέσιμων στοιχείων και της παρακολούθησης, καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των φορέων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του φαινομένου της αστεγίας.
Αντίστοιχες κατευθύνσεις διεκδικούν και οι οργανώσεις που δουλεύουν με τους αστέγους, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την επιδείνωση των φαινομένων στεγαστικού αποκλεισμού στην Ευρώπη.
Παράλληλα έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από μελέτες και δικτυώσεις ανταλλαγής τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών για τη στέγαση ευάλωτων ομάδων.
Το μοντέλο “Προτεραιότητα στη στέγαση” (Housing First) με βάση το οποίο δίνεται προτεραιότητα στην παροχή μόνιμης στέγης (αντί να θεωρεί την παροχή στέγης ως τον τελικό στόχο) θεωρείται ένα καινοτόμο μοντέλο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αστεγίας. Μάλιστα, η εμπειρία της πανδημίας ενίσχυσε την κατεύθυνση προς μοντέλα άμεσης στέγασης και υποστηριζόμενης κατοικίας, έναντι της δημιουργίας περισσότερων υπνωτηρίων και μαζικών χώρων υποδοχής, όπως έχει διατυπωθεί και σε σχετική ανακοίνωση της FEANTSA.
Στην Ελλάδα, αν και οι δομές και υπηρεσίες για τη στέγαση ευάλωτων ομάδων αυξήθηκαν την περίοδο της κρίσης, παραμένουν επισφαλείς καθώς εξαρτώνται κυρίως από προσωρινές χρηματοδοτήσεις όπως το ΕΣΠΑ. Θετική κρίνεται η εισαγωγή σταθερών επιδομάτων όπως το Επίδομα Στέγασης και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα ολοκληρωμένο και διασυνδεδεμένο πλέγμα παροχών και υπηρεσιών.
Κρίσιμη είναι η ενεργοποίηση των Δήμων 6 για την αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης σε τοπικό επίπεδο, αξιοποιώντας την πρόσφατη εμπειρία που απέκτησαν ως προς τη στέγαση συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων όπως οι άστεγοι/ες στον δρόμο, οι πρόσφυγες και οι αιτούντες/ούσες άσυλο.
Χαρακτηριστικά, ο Δήμος της Αθήνας υλοποίησε καινοτόμες προσεγγίσεις για τη στέγαση δικαιούχων διεθνούς προστασίας με το πιλοτικό πρόγραμμα Curing the Limbo. Ενώ, το δίκτυο Δήμων για την καταπολέμηση της Αστεγίας του URBACT Roof, στο οποίο συμμετείχε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, κατέγραψε σημαντικές καλές πρακτικές.
Και στην Ελλάδα, είναι σήμερα επιτακτική η ανάγκη μιας ολοκληρωμένης στεγαστικής πολιτικής, με άξονες παρέμβασης τόσο για πρόληψη της στεγαστικής επισφάλειας όσο και για αποκατάσταση/επανένταξη των ευάλωτων ομάδων. Δεδομένου ότι η επισφάλεια στέγης δεν αφορά αποκλειστικά την αστεγία, κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση μιας πολιτικής που δεν θα στοχεύει μονάχα σε ακραίες μορφές έλλειψης στέγης, αλλά θα δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο συμπεριληπτικό πλέγμα προστασίας για όλες τις καταστάσεις ευαλωτότητας. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον δυναμικό και πολύπλευρο χαρακτήρα των φαινομένων στεγαστικής επισφάλειας και έλλειψης στέγης, και να προσεγγίζει τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας με στοχευμένο τρόπο.