Το ζήτημα της αύξησης των τιμών των ενοικίων, σε συνδυασμό με την συνολικότερη αύξηση των στεγαστικών δαπανών και του κόστους διαβίωσης, αποτελούν πλέον μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των πολιτών, και ιδιαίτερα των νέων. 1
Η πρόσβαση σε ενοικιαζόμενη κατοικία γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς οι τιμές ενοικίασης είναι πολύ υψηλές σε σχέση με τα εισοδήματα και τους μισθούς, με συνεχείς αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερα για τους/τις χαμηλόμισθους/ες εργαζόμενους/ες κοντά στον κατώτατο μισθό και τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, η αναλογία ενοικίου/μισθού είναι απαγορευτική. 2
Επιπλέον, οι αυξανόμενες δυσκολίες πρόσβασης σε ιδιόκτητη κατοικία και ο περιορισμός των δυνατοτήτων των οικογενειών να υποστηρίξουν τα νεότερα μέλη τους, αυξάνουν την σημασία του ενοικιαζόμενου τομέα για τις νεότερες γενιές, τους μετανάστες/ριες και ευρύτερα όσες/ους δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία ή δυνατότητα αξιοποίησης κάποιου οικογενειακού περιουσιακού στοιχείου.
Η υπερβολική αύξηση των ενοικίων δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Σε όλη την Ευρώπη καταγράφεται από το 2010 μια σημαντική αύξηση των τιμών αγοράς και ενοικίων. Η μείωση της παραγωγής κατοικίας την περίοδο της κρίσης, αλλά κυρίως η αύξηση των κερδοσκοπικών επενδύσεων στα ακίνητα, η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας και οι πιέσεις από την τουριστική χρήση του οικιστικού αποθέματος θεωρούνται οι βασικοί λόγοι.
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στον Δήμο της Αθήνας και τα μεγάλα αστικά κέντρα, σε περιοχές με αυξημένη τουριστική κίνηση, αλλά και σε μικρότερες πόλεις με φοιτητικό πληθυσμό ή και πληθυσμό εποχιακών και προσωρινών εργαζόμενων που αναγκαστικά μετακομίζουν για λόγους εργασίας (πχ. αναπληρωτές/τριες εκπαιδευτικοί κλπ).
Η αναζήτηση σπιτιού προς ενοικίαση έχει καταντήσει εφιάλτης, ενώ συχνά τα διαθέσιμα σπίτια είναι σε πολύ κακή κατάσταση, χωρίς θέρμανση, με υγρασίες, και άλλα προβλήματα που τα καθιστούν σχεδόν ακατάλληλα προς κατοίκηση.
Η ιδέα της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων ξεκίνησε από το Σαν Φρανσίσκο το 2007, όταν δύο νεαροί συγκάτοικοι αποφάσισαν να μισθώσουν στο διαμέρισμά τους ένα φουσκωτό στρώμα ύπνου σε επισκέπτες, προσφέροντάς τους ένα πρόχειρο πρωινό. Από εκεί προήλθε και το ακρωνύμιο AirBnB: Air Bed and Breakfast.
Η ιδέα εξελίχθηκε γρήγορα στην εταιρεία της Airbnb που, με όχημα μια ψηφιακή πλατφόρμα, έχει πλέον αναδειχθεί σε παγκόσμιο κολοσσό, μαζί με μια σειρά άλλων πλατφορμών που επίσης εμπλέκονται στις βραχυχρόνιες μισθώσεις όπως οι Homeaway ή και η Booking.
Στα τέλη του 2021, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Airbnb, οι καταχωρίσεις ακινήτων στην πλατφόρμα έφτασαν τα έξι εκατομμύρια, σε 100.000 πόλεις του κόσμου, με πάνω από τέσσερα εκατομμύρια οικοδεσπότες/ριες και περισσότερες από ένα δισεκατομμύριο αφίξεις επισκεπτών/ριών.
Σήμερα, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων αποτελούν ουσιαστικά μία οργανωμένη τουριστική δραστηριότητα (και όχι μία πρόχειρη μίσθωση ακινήτων) που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του σύγχρονου «καπιταλισμού πλατφόρμας», και όχι στο πλαίσιο μιας «οικονομίας του διαμοιρασμού» όπως συχνά αποτυπώνεται στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και τη σχετική νομοθετική παρέμβαση.
Με τα χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει η δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων σήμερα, συνεπάγεται πλήθος αρνητικών επιπτώσεων σε ό,τι αφορά την κατοικία, με πιο χαρακτηριστικές τις αυξητικές πιέσεις που ασκεί στις τιμές των ενοικίων, τον εκτοπισμό κατοίκων από τις γειτονιές τους και την “τουριστικοποίηση” κεντρικών κυρίως περιοχών των πόλεων.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων βαραίνουν κυρίως τις περιοχές αυξημένου τουριστικού ενδιαφέροντος, όπου τα Airbnb ακίνητα πολλαπλασιάζονται με εκρηκτικούς ρυθμούς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι μεγαλύτερες πιέσεις εντοπίζονται στις κεντρικές και πιο τουριστικές περιοχές των μεγάλων πόλεων (ιδιαίτερα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη), αλλά και σε άλλους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, ιδιαίτερα τους νησιωτικούς, όπου το διαθέσιμο οικιστικό απόθεμα είναι πιο περιορισμένο.
Τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι μεγάλες επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα παρουσιάζουν έντονα αυξητική τάση. Η αγορά κατοικίας για ιδιοκατοίκηση γίνεται όλο και πιο δύσκολη για ένα όλο και μεγαλύτερο φάσμα του πληθυσμού, ενώ παράλληλα αυξάνονται οι αγορές κατοικιών για εκμετάλλευση από μεγάλους ιδιώτες και κτηματομεσιτικές εταιρείες, τους κερδοσκόπους του real estate.
Οι παραπάνω εξελίξεις αποτελούν μία διαδικασία αυξανόμενης εμπορευματοποίησης της κατοικίας: η κατοικία, αντί να αποτελεί βασικό κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε εμπόρευμα, επενδυτικό προϊόν και όχημα κερδοσκοπίας και πλουτισμού. Η παραγωγή της, η πρόσβαση σε αυτήν και η διαχείρισή της εξαρτώνται όλο και περισσότερο από το τραπεζικό κεφάλαιο (από τον τραπεζικό δανεισμό, από τις δραστηριότητες τραπεζικών εταιρειών real estate κ.ά.), διαδικασία που περιγράφεται ως χρηματιστικοποίηση της κατοικίας
Στην Ελλάδα, οι προσδοκίες αλλά και οι πραγματικές ευκαιρίες για μεγάλες κερδοσκοπικές επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα αυξάνονται διαρκώς: πρόγραμμα Golden Visa, απελευθέρωση των πλειστηριασμών, τραπεζικός δανεισμός, θεσμικές και πολεοδομικές διευκολύνσεις, εξαγγελίες και υλοποιήσεις μεγάλων αστικών αναπλάσεων κ.ά. Η σημαντική πτώση του δείκτη τιμών των οικιστικών ακινήτων από το 2009 και μετά και σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (εξέλιξη που αρχίζει βέβαια να αντιστρέφεται) προβάλλεται σταθερά ως ευκαιρία και προσελκύει το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Στους μεγάλους παίκτες που δραστηριοποιούνται ήδη ή αναμένεται να δραστηριοποιηθούν δυναμικά στην αγορά οικιστικών ακινήτων περιλαμβάνονται μεγάλοι ιδιώτες επενδυτές, οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ), κτηματομεσιτικές εταιρείες, τραπεζικές εταιρείες real estate και ξένα funds.
Μετά από μία μακρά περίοδο παγώματος της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω της κρίσης, επαναδραστηριοποιούνται δυναμικά και οι κατασκευαστές οικιστικών ακινήτων, με νέα τάση στην Ελλάδα την εμπλοκή στην οικοδομική δραστηριότητα μεγάλων κατασκευαστών και επενδυτικών σχημάτων, ενώ στις προηγούμενες δεκαετίες κυριάρχησαν οι μικροί και μεσαίοι εργολάβοι. Στην περίπτωση της Αττικής, γίνεται λόγος για κατασκευαστική έκρηξη, ειδικά στα νότια και βόρεια προάστια. Ποιοι ακριβώς εμπλέκονται σήμερα στην κατασκευή οικιστικών ακινήτων; Ποιοι (θα) αγοράζουν τα νεόδμητα οικιστικά ακίνητα και με τι σκοπό; Και ποιοι επενδύουν στην απόκτηση, την ανακαίνιση και τη διαχείριση του υφιστάμενου οικιστικού αποθέματος;
Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κενών κατοικιών στην Ευρώπη, με μεγάλες συγκεντρώσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κενών κατοικιών σε κεντρικές περιοχές των πόλεων αλλά και η μη αξιοποίηση των διαθέσιμων κτιριακών πόρων είναι σκανδαλώδης, σε μια περίοδο όξυνσης των στεγαστικών προβλημάτων.
Το σύνθημα των ευρωπαϊκών κινημάτων κατοικίας “Κανένας άνθρωπος χωρίς σπίτι, κανένα σπίτι χωρίς ανθρώπους” συνοψίζει γλαφυρά το παράδοξο. Παράλληλα, τα κενά κτίρια και κατοικίες είναι ένας σημαντικός παράγοντας υποβάθμισης των περιοχών της πόλης και απαξίωσης υφιστάμενων αστικών πόρων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την κάλυψη ευρύτερων κοινωνικών αναγκών.
Ειδικά για την Ελλάδα, που ιστορικά έχει μεγάλο πλεόνασμα οικιστικών και άλλων ακινήτων και ταυτόχρονα δεν έχει καθόλου κοινωνικό απόθεμα κατοικιών αλλά ούτε μηχανισμούς για την παραγωγή κοινωνικής κατοικίας, η αξιοποίηση των κενών ακινήτων θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό άξονα για την ανάπτυξη της κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής.
Παρόλο που υπάρχουν παραδείγματα πολιτικής και διαθέσιμοι πόροι που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ενεργοποίηση του κενού κτιριακού αποθέματος με κοινωνικούς όρους, στην Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει μια συστηματική αξιοποίησή τους ούτε σε επίπεδο μεμονωμένων κτιρίων και διαμερισμάτων, ούτε στο πλαίσιο ολοκληρωμένων αναπλάσεων γειτονιών.
Οι νέοι και οι νέες είναι η κοινωνική ομάδα που πλήττεται ιδιαίτερα από τις αυξήσεις των τιμών ενοικίων και κατοικίας των τελευταίων χρόνων.
Επιπλέον, η μικρή διαθεσιμότητα κατοικιών προς ενοικίαση και η κακή κατάσταση των διαθέσιμων κατοικιών καθιστούν την πρόσβαση σε αυτόνομη στέγη ακόμη πιο δύσκολη και αναγκάζουν ειδικά τους νέους/ες να αποδέχονται τη διαβίωση σε κακές στεγαστικές συνθήκες.
Η ηλικία χειραφέτησης από την οικογένεια παρατείνεται, καθώς οι νέοι/ες παραμένουν για μεγαλύτερο διάστημα στη γονεϊκή εστία, συχνά αναγκάζονται να επιστρέψουν σε αυτήν (boomerang kids), ενώ εξαρτώνται από γονεϊκές μεταβιβάσεις σε είδος και χρήμα για τη στέγασή τους.
Έχουν λιγότερες δυνατότητες πρόσβασης σε ιδιόκτητη κατοικία και μεγαλύτερη εξάρτηση από την ενοικιαζόμενη κατοικία (generation rent), καταφεύγοντας συχνά στην – όχι τόσο διαδεδομένη στην Ελλάδα – επιλογή της συγκατοίκησης για να καλύψουν τα κόστη.
Βαρύνονται περισσότερο από τις στεγαστικές δαπάνες, καθώς βρίσκονται στη χειρότερη θέση της αγοράς εργασίας, λαμβάνοντας κατά κανόνα χαμηλότερους μισθούς, σε πιο επισφαλείς και ελαστικές θέσεις εργασίας, με μεγάλα ποσοστά μερικής/περιστασιακής και ευέλικτης απασχόλησης, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη.
Επιπλέον, τα υφιστάμενα μέτρα κοινωνικής προστασίας για την υποστήριξη των νέων στα πρώτα βήματα της στεγαστικής αυτονόμησής τους είναι ελάχιστα και ανεπαρκή.
Μια πρόσφατη έκθεση της FEANTSA επισημαίνει ότι αυξάνεται ο αριθμός των νέων σε κίνδυνο στεγαστικού αποκλεισμού, καθώς η δραματική αποσύνδεση μεταξύ των στεγαστικών δαπανών και των εισοδημάτων έχει δυσανάλογες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης των νέων.
Παρά τον σημαντικό ρόλο της διαγενεακής αλληλεγγύης, που εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό πυλώνα κοινωνικής προστασίας των νέων στην Ελλάδα, οι περιορισμένες δυνατότητες αυτονόμησης της νέας γενιάς ενισχύουν την εξάρτηση και τον εγκλωβισμό των νέων.
Στην Ελλάδα η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης, ελλείψει δημόσιων κοινωνικών στεγαστικών πολιτικών, αποτέλεσε διαχρονικά μία κοινωνικά διαδεδομένη οικογενειακή πρακτική, μία στρατηγική διαγενεακής υποστήριξης και αλληλεγγύης, με βασικούς μηχανισμούς την αυθαίρετη δόμηση και τη σχετική ανοχή της πολιτείας, την αντιπαροχή, το “πανωσήκωμα”, την επένδυση του οικογενειακού προϋπολογισμού και των αποταμιεύσεων σε ακίνητη περιουσία, ενίοτε με τη βοήθεια στεγαστικού τραπεζικού δανεισμού.1
Τα χρόνια της κρίσης, η υπερφορολόγηση της κατοικίας και η δυσβάσταχτη αύξηση του στεγαστικού κόστους, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των μισθών και των συντάξεων και την εκτίναξη της ανεργίας, μετέτρεψαν την ιδιόκτητη κατοικία από πολύτιμο περιουσιακό πόρο σε βάρος.2
Η υπερχρέωση των ιδιοκτητών/ριών -με ή χωρίς δάνειο- εκτινάχθηκε, εις βάρος της ποιότητας διαβίωσής τους, και παρά το σχετικά χαμηλό ποσοστό ιδιοκτητών/ριών που βαρύνονται με δάνειο, η εκτόξευση του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων και οι συνακόλουθοι πλειστηριασμοί απειλούν χιλιάδες νοικοκυριά με απώλεια της πρώτης κατοικίας.
Τα τελευταία χρόνια, η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα προβάλλεται ως «επενδυτική ευκαιρία» κυρίως για ξένους αγοραστές και νέους επιχειρηματικούς παίκτες, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές για τους μόνιμους κατοίκους.
Παράλληλα, έχει περιοριστεί σημαντικά η δυνατότητα των νέων νοικοκυριών για αγορά πρώτης κατοικίας, λόγω της αυξημένης δυσκολίας για αποταμίευση, της δυσκολίας πρόσβασης σε δανεισμό, της αναντιστοιχίας μισθών και τιμών κατοικίας κ.ά.
Οι τάσεις αυτές διαμορφώνουν νέες συνθήκες στην αγορά κατοικίας και δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα.3 Θα μπορέσουν οι ιδιοκτήτες/ριες να διατηρήσουν την πρώτη κατοικία τους δεδομένων των αυξημένων στεγαστικών δαπανών και των μειωμένων οικονομικών αντοχών; Ποιες δυσκολίες και ποιες ευκαιρίες διαμορφώνονται για τις νέες γενιές; Πώς θα διαμορφωθεί στο μέλλον η σχέση προτίμησης (και δυνατότητας) για αγορά κατοικίας από τη μια πλευρά και για ενοικίαση από την άλλη;
Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας ή, αλλιώς, ενεργειακής ένδειας και η επίλυση των προβλημάτων τα οποία επιφέρει στη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί παγκόσμια πρόκληση.
Η πανδημία και οι αυξανόμενες τιμές των ενοικίων έχουν εντείνει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που οφείλεται στον συνδυασμό υψηλού ενεργειακού κόστους, χαμηλού εισοδήματος των νοικοκυριών και υψηλής κατανάλωσης ενέργειας λόγω της χαμηλής ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών (μερική ή παντελής έλλειψη θερμομόνωσης, παλαιάς τεχνολογίας κουφώματα και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις).
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν τη δυνατότητα να ζεστάνουν επαρκώς τα σπίτια τους τον χειμώνα του 2021-22, όταν ξεκίνησε η τελευταία ενεργειακή κρίση, λόγω της αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου, του πετρελαίου θέρμανσης και του ηλεκτρικού ρεύματος, σε συνδυασμό με τα διαδοχικά κύματα ανατιμήσεων των βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Παρότι δεν υπάρχει ένας κοινός ευρωπαϊκός ορισμός για το φαινόμενο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητα του φαινομένου και τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει, ο οποίος μεταφράζεται σε σοβαρά προβλήματα υγείας, αποστέρησης και κοινωνικής απομόνωσης.
Εκτιμάται ότι λόγω της κλιματικής κρίσης, της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και της μεγαλύτερης συχνότητας περιόδων καύσωνα, τους καλοκαιρινούς μήνες θα αυξηθούν και οι ανάγκες για ψύξη – θερινή ενεργειακή φτώχεια – σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Η υψηλή κατανάλωση ενέργειας συνδέεται με μια από τις βασικότερες αιτίες της κλιματικής κρίσης: την καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τουτου, και καθότι το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας έχει πολυπαραγογικό χαρακτήρα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα κατάλληλο μείγμα κοινωνικών, ενεργειακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων.
“Ευάλωτες κοινωνικές ομάδες” είναι οι ομάδες του πληθυσμού που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό λόγω διαφορετικών και πολλαπλών παραγόντων και έχουν περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε κοινωνικά και δημόσια αγαθά, μεταξύ άλλων και στη στέγη.
Στα χρόνια της πολυδιάστατης κρίσης, με την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, με το κράτος πρόνοιας να συρρικνώνεται και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας να αποδιαρθρώνονται, ο αριθμός των ανθρώπων που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού διαρκώς αυξάνεται και οι ομάδες που βιώνουν την στεγαστική επισφάλεια διευρύνονται και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους νέους/ες, τους ηλικιωμένους/ες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τους μετανάστες/τριες, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, κ.ά.
Η στεγαστική επισφάλεια δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά την ορατή έλλειψη στέγης (τους άστεγους/ες στο δρόμο ή σε δομές για αστέγους) αλλά και πιο αθέατες και άτυπες μορφές της, οι οποίες εντείνονται κατά την περίοδο της κρίσης. Αν και αυτές οι καταστάσεις εντοπίζονται εντονότερα στην πόλη της Αθήνας, αντίστοιχα φαινόμενα αστεγίας και επισφαλούς στέγης αναπτύσσονται και σε μικρότερους δήμους της χώρας.
Η έλλειψη στέγης και, συνολικότερα, η στεγαστική επισφάλεια συνδέονται και με μία σειρά από άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, αυξημένο στρες, ουσιοεξάρτηση, έκθεση σε κινδύνους κλπ. που επιδρούν πολλαπλασιαστικά ιδιαίτερα για ευάλωτες ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι/ες, ανάπηροι/ες, ανήλικοι/ες, μονογονείς, άτομα που υφίστανται διακρίσεις κ.ά.
Η αύξηση των προσφυγικών μετακινήσεων από το 2015 και έπειτα ανέδειξε με έντονο τρόπο ζητήματα στέγασης των προσφύγων. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας υλοποιούνται συγκροτημένες πολιτικές φιλοξενίας και στέγασης αιτούντων άσυλο και προσφύγων, οι οποίες βέβαια έχουν γίνει και αντικείμενο κριτικής 1 , καθώς συχνά κατηγοριοποιούν τους προσφυγικούς πληθυσμούς με βάση συγκεκριμένα κριτήρια ευαλωτότητας ανάλογα με τα οποία τους “κατανέμουν” σε διάφορες μορφές και περιοχές στέγασης ανά τη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, ταυτόχρονα με τις εισοδηματικές και ταξικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην κατοικία, εντείνονται επίσης οι στεγαστικές διακρίσεις και οι αποκλεισμοί λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνοτικής καταγωγής, διακριτών πολιτισμικών χαρακτηριστικών κλπ.
Κατά τη δεκαετία της οικονομικής και στεγαστικής κρίσης, μεγάλο μέρος των γειτονιών της Αθήνας φτωχοποιήθηκαν ενώ ταυτόχρονα παραμελήθηκαν και υποβαθμίστηκαν οι υποδομές, οι υπηρεσίες, και οι δημόσιοι χώροι τους.
Τα τελευταία χρόνια, σχεδιάζεται και υλοποιείται μια σειρά “μεγάλων” έργων και παρεμβάσεων στον αστικό χώρο, σε μια συγκυρία όξυνσης των ανισοτήτων σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη στέγη. Ωστόσο, ενώ οι παρεμβάσεις αυτές συχνά έχουν κρίσιμες επιπτώσεις στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, εκτοπίζοντας κατοίκους χαμηλών εισοδημάτων από τη γειτονιά τους, σπάνια γίνεται κάποια σχετική πρόβλεψη ή σύνδεση των επιπτώσεών τους με το ζήτημα της πρόσβασης στην κατοικία, σε επίπεδο σχεδιασμού και πολιτικής.
Οι παραπάνω εξελίξεις εγείρουν κρίσιμα ερωτήματα: Σε ποιους/ες απευθύνονται οι μεγάλες παρεμβάσεις στην Αθήνα; Από ποιους/ες σχεδιάζονται και υλοποιούνται; Με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό επιλύουν τα καθημερινά υπαρκτά προβλήματα και εξυπηρετούν έτσι την πλειοψηφία των κατοίκων; Μέσα από τα παραπάνω ερωτήματα, αναδεικνύονται ξανά και τίθενται προς συζήτηση τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής ανάπτυξης της Αθήνας, καθώς επίσης οι ελλείψεις και η αναγκαιότητα για έναν αστικό σχεδιασμό που θα έχει γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη.
Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 και των διαδοχικών περιορισμών κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν, αναδείχθηκαν επίσης οι ανισότητες που χαρακτηρίζουν όχι μόνο το πεδίο της στέγασης (στεγαστικές συνθήκες, στεγαστική επισφάλεια, στεγαστική στενότητα κ.ά.) αλλά και τον χώρο της πόλης συνολικότερα σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την ποιότητα του δημόσιου χώρου, την πρόσβαση σε υπηρεσίες, τη μετακίνηση με τα ΜΜΜ, όχι μόνο στο κέντρο της πόλης αλλά και στις υπόλοιπες γειτονιές της.