Δ . Παρεμβάσεις

1 . Ενοίκια

Δ. Παρεμβάσεις για οικονομικά προσιτά ενοίκια 

Η αύξηση των τιμών των ενοικίων σε όλη την Ευρώπη έχει εντείνει την συζήτηση για την ανάγκη δημόσιας παρέμβασης. Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε μια έκθεση για την αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή κατοικία και προχωρά στην επεξεργασία οδηγίας και μέτρων. Το ζήτημα αναδεικνύει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε πρόσφατη μελέτη.

Ευρωπαϊκοί φορείς για το δικαίωμα στη στέγη, προτείνουν τη ρύθμιση του ενοικιαζόμενου τομέα (FEANTSA 2021) και την ανάπτυξη ενός “Ηθικού τομέα ενοικίων” (FEANTSA 2018), την ανάγκη ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, αλλά και τον περιορισμό της εμπορευματικής εκμετάλλευσης του οικιστικού αποθέματος από μεγάλους επενδυτές.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναθερμανθεί και η συζήτηση για την ανάγκη ρύθμισης των ενοικίων (rent control, rent cap) με νομοθετικές παρεμβάσεις9. Η ανεξέλεγκτη ανοδική πορεία των τιμών έχει οδηγήσει σε προσπάθειες για νέες θεσμικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα ο περιορισμός της αύξησης των ενοικίων στον νόμο της περιφέρειας της Καταλονίας του 2020 (μέτρο που ενσωματώθηκε στο νόμο κατοικίας της Ισπανίας του 2021) ή η επαναφορά του ελέγχου των ανατιμήσεων στο Βερολίνο. Προσπάθειες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με ισχυρές αντιδράσεις, και δυστυχώς ακυρώθηκαν και οι δύο από το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας τους προκαλώντας εκ νέου αβεβαιότητα στους ενοικιαστές/τριες και νέο κύκλο ανατιμήσεων.

Στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση δεν είναι πολύ ανεπτυγμένη, όμως σταδιακά το θέμα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στον δημόσιο διάλογο και τα μέσα ενημέρωσης.

Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκαν ιστορικά ισχυρά συνδικάτα ή σύλλογοι ενοικιαστών/τριών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν και ισχυρά κινήματα ή διεκδικήσεις για το θέμα αυτό. Περιορισμένη παρέμβαση έχει ο Πανελλήνιος Σύλλογος Προστασίας Ενοικιαστών, ενώ στην Αθήνα πρόσφατα το θέμα έχει αναδειχθεί από κινήματα πολιτών.

Η όξυνση των στεγαστικών προβλημάτων έχει ενεργοποιήσει και τον πολιτικό διάλογο, με διαδοχικές ανακοινώσεις σχετικά με την πρόθεση υιοθέτησης μέτρων από την μεριά της κυβέρνησης, και την κατάθεση προτάσεων από την μεριά της αντιπολίτευσης. Οι προτάσεις αφορούν κυρίως την επανενεργοποίηση παροχών αντίστοιχων με αυτών των προγραμμάτων του ΟΕΚ, την ανάπτυξη του κοινωνικού ενοικιαζόμενου τομέα κατοικίας και την επιδότηση ενοικίου.

Προτάσεις διατυπώνονται και από την μεριά της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια του Δήμου Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία ενός στεγαστικού φορέα που θα λειτουργεί στα πρότυπα των κοινωνικών εταιρειών μίσθωσης.

2 . Βραχυχρόνιες μισθώσεις

Δ. Προς μία θεσμική ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων

Η διεθνής εμπειρία ρύθμισης των επιπτώσεων των βραχυχρόνιων μισθώσεων περιλαμβάνει πολύ επεξεργασμένα μέτρα. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, συνήθως, τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις αναλαμβάνει η τοπική αυτοδιοίκηση, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις του φαινομένου συνδέονται άμεσα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που ισχύουν σε κάθε Δήμο ή σε κάθε γειτονιά.

Τα ρυθμιστικά ή/και περιοριστικά μέτρα ποικίλουν και συχνά περιλαμβάνουν: τη φορολόγηση της δραστηριότητας, τον περιορισμό της συνολικής επιτρεπόμενης διάρκειας Airbnb μίσθωσης ενός ακινήτου ανά έτος (Σαν Φρανσίσκο και Άμστερνταμ), την υποχρέωση ταυτόχρονης διαμονής των εκμισθωτών κατά τη διάρκεια της Airbnb μίσθωσης (Νέα Υόρκη και Βερολίνο), τον περιορισμό του επιτρεπόμενου αριθμού Airbnb μισθώσεων ανά γειτονιά (Βερολίνο και Βαρκελώνη), και άλλους χωρικά προσδιορισμένους περιορισμούς (Τορόντο, Πάλμα ντε Μαγιόρκα, Παρίσι, Βαρκελώνη) κ.ά.

Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα δεν καταπιάνεται πραγματικά με τις σοβαρές και ανησυχητικές επιπτώσεις του Airbnb. Ο σχετικός νόμος 4472 του 2017 (άρθρα 83 και 84) περιορίζεται σε οριζόντια μέτρα φοροεισπρακτικού χαρακτήρα, προβλέποντας βασικά τη δήλωση των Airbnb ακινήτων στις αρμόδιες αρχές και έπειτα τη φορολόγησή τους. Επιπλέον, η Ελλάδα – όπως πολλές ακόμα χώρες – συνεχίζει να τοποθετεί την Airbnb δραστηριότητα στο πλαίσιο της «οικονομίας του διαμοιρασμού» και όχι στο πλαίσιο της «οικονομίας πλατφόρμας», και συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ως «αστικές μισθώσεις ακινήτων» και όχι ως μισθώσεις τουριστικών καταλυμάτων. Σε θεσμικό επίπεδο, λοιπόν, υπάρχει ανάγκη για έναν κατάλληλο και ακριβή ορισμό της Airbnb δραστηριότητας, από όπου θα προκύπτουν και οι κατάλληλες ρυθμίσεις, ήπιοι έως αυστηρότεροι περιορισμοί, χωρικά προσδιορισμένοι και κοινωνικά δίκαιοι.

Ήδη o Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος αλλά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε διάφορες περιοχές της χώρας έχουν εκφράσει έντονες ανησυχίες τόσο για τον ανταγωνισμό που προκύπτει όσο και συνολικότερα για το φαινόμενο του υπερτουρισμού, καθώς και προτάσεις για την αντιμετώπιση της υπερφόρτωσης/υπέρβασης της φέρουσας ικανοτητας των τουριστικών προορισμών.

Παράλληλα, προκύπτει ανάγκη για την εισαγωγή σχετικών φραγμών στην περίπτωση θεσμικών εξελίξεων που διογκώνουν έμμεσα το μέγεθος και τις αρνητικές επιπτώσεις του Airbnb, όπως αυτές που σχετίζονται με τις επενδύσεις και τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συζήτηση για τη ρύθμιση του Airbnb παραμένει ανοιχτή, με την εταιρεία να επιχειρηματολογεί σταθερά ενάντια στη ρύθμιση της Airbnb αγοράς. Αναμένονται κυρίως τα αποτελέσματα πρόσφατης δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τη θεσμική αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων του Airbnb, καθώς επίσης πιθανές ενέργειες για τον περιορισμό ή ακόμα και την κατάργηση των «χρυσών» διαβατηρίων (golden visas).

3 . Κερδοσκοπία και χρηματιστικοποίηση

Δ. Φρένο στην εμπορευματοποίηση της κατοικίας

Με το ενδιαφέρον για μεγάλες επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα να μεγεθύνεται και, ταυτόχρονα, με τις δυσκολίες πρόσβασης σε προσιτή – ενοικιαζόμενη και ιδιόκτητη – κατοικία να αυξάνονται διαρκώς για όλο και μεγαλύτερο φάσμα κοινωνικών κατηγοριών, προκύπτει επιτακτική ανάγκη να μπει φρένο στην εμπορευματοποίηση της κατοικίας. Ενθαρρυντική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απευθύνουν έκκληση για έλεγχο και περιορισμό έως κατάργηση των «χρυσών διαβατηρίων», τα οποία εγείρουν πολλαπλά ζητήματα, ηθικά, νομικά, οικονομικά κ.ά.

Παράλληλα προκύπτει επιτακτική ανάγκη για μια συγκροτημένη και αποφασιστική προστασία του δικαιώματος στη στέγη, μέσα από πλήθος πιθανών παρεμβάσεων και εργαλείων όπως, ενδεικτικά, τη θεσμική προστασία της πρώτης κατοικίας, τη συγκράτηση των τιμών ενοικίων, την επιδότηση της ενοικιαζόμενης στέγης, την παραγωγή και διάθεση κοινωνικής κατοικίας, τη ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων κ.ά.

Σχετικά μέτρα που εξετάζονται σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, για τη συγκράτηση των τιμών ενοικίων ή για τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας στην Αθήνα, όχι μόνο δεν είναι πειστικά (και πάντως, για την ώρα, δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή) αλλά επιπλέον, και με τρόπο αντιφατικό και ανησυχητικό, είναι επιθετικά και απαξιωτικά ως προς το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η πολιτεία (και όχι οι ιδιώτες) ως προς την προστασία του δικαιώματος στη στέγη.

4 . Κενά κτίρια

Δ. Αξιοποίηση των κενών και αναξιοποίητων ακινήτων

Σχετικά πρόσφατες μελέτες της FEANTSA αναδεικνύουν το ζήτημα και διεκδικούν την αξιοποίηση των κενών ακινήτων για την αντιμετώπιση των οξυμένων στεγαστικών αναγκών.6

Ανάλογα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και αίτια του φαινομένου, έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές προσεγγίσεις και στρατηγικές, όπως η επιβολή προστίμων και φορολογίας, η υποχρέωση διάθεσης των κλειστών κατοικιών (για μεγάλους ιδιοκτήτες)7, κίνητρα για την επισκευή και ενοικίαση, προγράμματα επανάχρησης κτιρίων άλλων χρήσεων (βιομηχανικά κτίρια, κτίρια γραφείων, δημόσια κτίρια κ.ά.) και μετατροπής τους σε κατοικίες.

Οι προτεινόμενες λύσεις έχουν εκ των πραγμάτων τοπικό χαρακτήρα, παρόλα αυτά μια σειρά από εργαλεία και προσεγγίσεις μπορούν να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση αντίστοιχων μηχανισμών και στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η δημιουργία υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταξύ ιδιοκτητών/ριών και δικαιούχων στεγαστικής υποστήριξης, με κίνητρα και εγγυήσεις για μικρο-ιδιοκτήτες ή ευρύτερες συμπράξεις με μεγαλύτερους ιδιοκτήτες (δημόσιους φορείς, ιδρύματα, εκκλησία, τράπεζες κλπ) για την εφαρμογή προγραμμάτων οικονομικά προσιτής κατοικίας.8  Σε παρόμοια κατεύθυνση, ο Δήμος της Θεσσαλονίκης έχει ξεκινήσει την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός μηχανισμού εντοπισμού και αξιοποίησης κενών ακινήτων που ανήκουν σε ιδιώτες και δημόσιους φορείς για την παροχή οικονομικά προσιτής κατοικίας ακολουθώντας το μοντέλο των Κοινωνικών Υπηρεσιών Μίσθωσης.

Η συζήτηση στην Ελλάδα εστιάζεται περισσότερο στα προβλήματα ενεργοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων και την απουσία εργαλείων και διοικητικών μηχανισμών για την επισκευή ερειπωμένων, εγκαταλειμμένων και διατηρητέων κτιρίων. Το 2014 κατατέθηκε το Σχέδιο Νόμου για τα εγκαταλειμμένα, κενά και αγνώστου ιδιοκτήτη ακίνητα9, που βασίστηκε σε μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το οποίο δεν προχώρησε.

Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο είναι υπό διαμόρφωση, για τη δημιουργία μητρώου κενών ακινήτων ανά Δήμο και πλαισίου απόκτησης και αξιοποίησης από ιδιωτικό ή δημόσιο ειδικό φορέα αποκατάστασης. Και στις δύο προσεγγίσεις δεν φαίνεται να μπαίνει η παράμετρος του κοινωνικού οφέλους ως ανταπόδοση προς την προσπάθεια και πιθανή δημόσια χρηματοδότηση της αναβάθμισης ιδιωτικών περιουσιών.

Από την άλλη, εν μέσω όξυνσης των στεγαστικών αναγκών, διατυπώνονται αιτήματα ιδιαίτερα από τη μεριά των δήμων για απόκτηση και αξιοποίηση των αγνώστου ιδιοκτήτη ακινήτων με σκοπό την εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων. Η ανάγκη για αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων στον Δήμο Αθηναίων, και για τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας, (σε συνδυασμό με απελευθέρωση χώρων μέσω κατεδαφίσεων) επισημάνθηκε με έμφαση σε συνέδριο για την ανάπτυξη της κτηματαγοράς στην Ελλάδα (Οκτώβριος 2021), χωρίς όμως να είναι σαφές σε ποια ευρύτερη στρατηγική εντάσσεται και με ποια διαδικασία θα συμβεί αυτό. Αντίθετα, η επίκληση της κοινωνικής κατοικίας στο πλαίσιο συζητήσεων που αφορούν αναγγελίες αστικών αναπλάσεων και παρεμβάσεων με σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα και τη δομή του κέντρου της Αθήνας (όπως είναι η μετεγκατάσταση 9 υπουργείων στην ΠΥΡΚΑΛ ή η προσέλκυση τουριστικών επενδύσεων σε πληθώρα ακινήτων του κέντρου), μετατρέπει τον στόχο της στεγαστικής πολιτικής περισσότερο σε άλλοθι, παρά σε επείγουσα προτεραιότητα για τη δημόσια πολιτική.

Η ευρωπαϊκή στρατηγική “Renovation Wave” 10 για την ενεργειακή αναβάθμιση του γερασμένου αποθέματος των ευρωπαϊκών πόλεων και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι μια σημαντική ευκαιρία για την παρέμβαση στο αδρανές απόθεμα με κοινωνικούς όρους.

Παρόλο που έχει τεθεί το αίτημα της συμπληρωματικότητας κοινωνικών και ενεργειακών/κλιματικών στόχων στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών -δημόσιων- χρηματοδοτήσεων για την αναβάθμιση των κτιρίων, κάτι τέτοιο δεν υιοθετήθηκε δεσμευτικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εναπόκειται στον σχεδιασμό των κρατών μελών. Στην Ελλάδα, οι μέχρι τώρα κυβερνητικοί σχεδιασμοί έχουν δεσμεύσει ελάχιστους πόρους στο πλαίσιο στοχευμένων στεγαστικών πολιτικών και πολιτικών αστικής αναβάθμισης11 ενώ ο τρόπος που εφαρμόζεται μέχρι τώρα η πολιτική αναβάθμισης οικιστικών ακινήτων έχει αρκετά προβλήματα.12

5 . Στέγαση των νέων

Δ. Ουσιαστική υποστήριξη της οικονομικής και στεγαστικής αυτονόμησης των νέων

Η ΕΕ, κατά τα προηγούμενα χρόνια, έδωσε κατευθύνσεις και οδηγίες για την ανάπτυξη πολιτικών για τους νέους και τις νέες σε διάφορους τομείς, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της στέγης. Παρόλα αυτά, η αύξηση των νέων σε στεγαστική επισφάλεια ή/και χωρίς στέγη αποτελεί εξέλιξη που απασχολεί όλο και περισσότερο τις οργανώσεις που καταπιάνονται με το ζήτημα της κατοικίας στην Ευρώπη.

Εκτός από την έκθεση της FEANTSA που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη νεανική αστεγία το 2021, η Housing Europe δημοσίευσε το 2018 τη μελέτηHousing the EU Youth, ενώ αναλυτικές προτάσεις πολιτικής για τη στέγαση των νέων 6 έχουν διατυπωθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο από το Joseph Rowntree Foundation και τους Rugg – Quilgars το 2015.

Επίσης, το ζήτημα έχει βρεθεί συχνά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στην Ισπανία, με πιο πρόσφατη εξέλιξη την ψήφιση του επιδόματος ενοικίου για νέους έως 35 ετών. 7

Στην Ελλάδα, στο επίκεντρο της δημόσιας παρέμβασης – και επένδυσης – υπήρξε διαχρονικά η υποστήριξη για αγορά πρώτης κατοικίας – με απαλλαγή του φόρου μεταβίβασης ακινήτου – και η χαμηλή φορολόγηση των γονεϊκών παροχών και δωρεών για απόκτηση πρώτης κατοικίας.

Μετά το 2019, αρκετοί νέοι και νέες με μηδενικό ή πολύ χαμηλό εισόδημα ωφελούνται από το επίδομα ενοικίου 8, ενώ τέλος παρέχεται και το φοιτητικό στεγαστικό επίδομα 9 για την περίοδο των σπουδών.

Παράλληλα, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται και στην Ελλάδα -κερδοσκοπική- επιχειρηματική δραστηριότητα στη φοιτητική και νεανική στέγη: ΣΔΙΤ για φοιτητικές εστίες, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, coliving 10 κ.ά. Πρόκειται για έναν πολύ αναπτυσσόμενο τομέα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η στήριξη των νέων έχει βρεθεί στο επίκεντρο πρόσφατων εξαγγελιών της κυβέρνησης όσον αφορά τα νέα ζευγάρια 11αλλά και της αντιπολίτευσης κυρίως σε ό,τι αφορά την επιδότηση ενοικίου για νέους. Παρόλα αυτά, δεν έχει τεθεί στο τραπέζι η ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη στέγαση των νέων και, ευρύτερα, για τη στήριξη της χειραφέτησης και αυτονόμησής τους.

Αποτελεί ζητούμενο, λοιπόν, η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου υποστήριξης των νέων κατά τα πρώτα τους βήματα στην αγορά εργασίας και την πορεία τους για αυτόνομη στέγαση. Μέρος του πλαισίου αυτού θα πρέπει να αποτελεί και η προώθηση συλλογικών και συνεργατικών μη-κερδοσκοπικών μοντέλων κατοικίας. Τέτοιου είδους μοντέλα δεν αφορούν προφανώς μόνο νέους και νέες, αλλά οι νέοι αποτελούν σίγουρα μια κοινωνική ομάδα που είναι πιο ανοιχτή σε εναλλακτικά σχήματα και πειραματισμούς με νέους τρόπους διαβίωσης.

6 . Ιδιοκατοίκηση

Δ. Προστασία της πρώτης κατοικίας και της μικρής ιδιοκτησίας

Περισσότερο από ποτέ, κρίνεται σήμερα επιτακτική η ανάγκη για προστασία της ιδιόκτητης πρώτης κατοικίας με κοινωνικά δίκαιους όρους, μέσα από ολοκληρωμένες δημόσιες στεγαστικές πολιτικές. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντική και η διαφύλαξη της κοινωνικής διασποράς της ιδιόκτητης στέγης και προστασία της μικρο-ιδιοκτησίας, περιορίζοντας διαδικασίες συγκεντροποίησης και κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης της κατοικίας.

Παρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο δίνεται προτεραιότητα στην ανάπτυξη κοινωνικής, μη-κερδοσκοπικής και συνεταιριστικής κατοικίας ως απάντηση στην στεγαστική κρίση, χρειάζεται να αναπτυχθούν πολιτικές που θα επιτρέπουν την πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ιδιόκτητη πρώτη κατοικία, με κοινωνικά κριτήρια, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής (π.χ. με ευνοϊκούς όρους δανειοδότησης και εγγυοδοσίας, φοροαπαλλαγές κ.ά.).

Το ζήτημα έχει αναδειχθεί και στην Ελλάδα, καθώς διατυπώνονται απόψεις και προχωρούν κυβερνητικοί σχεδιασμοί για την επανενεργοποίηση μιας δημόσιας πολιτικής υποστήριξης νέων νοικοκυριών για αγορά πρώτης κατοικίας.

Προσοχή απαιτείται ώστε η επέκταση της πιστοδότησης να μην πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο κερδοσκοπίας και ανόδου των τιμών κατοικίας που μπορεί να οδηγήσουν σε μη βιώσιμο δανεισμό και δυσβάσταχτη υπερχρέωση για τα νοικοκυριά.

Ο στεγαστικός τομέας θα πρέπει να προστατευτεί από την χρηματιστικοποίηση και τις επιθετικές κερδοσκοπικές επενδύσεις, προτάσσοντας την κατοικία ως δικαίωμα και όχι ως μέσο για την επίτευξη περισσότερου κέρδους, διαμορφώνοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και εργαλεία για την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να ενισχυθούν εναλλακτικές μορφές ιδιοκτησίας όπως οι συνεταιρισμοί, τα “κοινοτικά καταπιστεύματα γης” (CLT) και άλλες ενδιάμεσες και συνεργατικές μορφές ιδιοκτησίας.

7 . Ενεργειακή φτώχεια

Δ. Σημαντικά βήματα για την ανάδειξη και αντιμετώπιση του φαινομένου

Οι νέες διατάξεις που περιλαμβάνονται στη δέσμη μέτρων για την “Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους” παρουσιάζουν τον τρόπο αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας σε επίπεδο ΕΕ με πιο ολοκληρωμένο και συνεκτικό τρόπο πέραν της τιμολόγησης και του πρίσματος κοινωνικών παροχών.

Για την Ελλάδα τρία σημαντικά βήματα είναι η παρακολούθηση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας, η Εθνική Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης, και η ενεργειακή αναβάθμιση κτιριακού αποθέματος.

Παρακολούθηση

Βασική προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη ενιαίων εργαλείων για την κατανόηση και παρακολούθηση της ενεργειακής φτώχειας. Το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την ενεργειακή φτώχεια αποτελεί μέρος των προσπαθειών της Επιτροπής να αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια σε όλες τις χώρες της ΕΕ, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τέσσερις διαφορετικούς πρωτογενείς δείκτες 2 για τον ορισμό της ενεργειακής φτώχειας καθώς και δευτερεύοντες δείκτες και δεδομένα που σχετίζονται με τη στέγαση.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να τεθεί σε εφαρμογή και να ενισχυθεί ο ρόλος του Εθνικού Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Φτώχειας (ΕΠΕΦ), με μέτρα όπως, η θεσμοθέτηση του ως ανεξάρτητο φορέα, η εξασφάλιση βιώσιμης χρηματοδότησης, η στελέχωσή του κλπ. Καταστατικός σκοπός του ΕΠΕΦ είναι η ενημέρωση του κοινού και των φορέων άσκησης πολιτικής σχετικά με τα επίπεδα της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα. Δυστυχώς, από το 2014, το Εθνικό Παρατηρητήριο δεν παρουσιάζει δραστηριότητα όπως συμπεραίνει κανείς από τη μη επικαιροποίηση της βάσης δεδομένων του.

Εθνική στρατηγική και Σχέδιο Δράσης

Τον Σεπτέμβριο του 2021 ολοκληρώθηκε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της Ενεργειακής Ένδειας. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα ευνοϊκά τιμολόγια, η χορήγηση επιδομάτων, οι ενεργειακοί έλεγχοι, οι ενημερωτικές και εκπαιδευτικές δράσεις, η πρόβλεψη ευνοϊκών όρων στα προγράμματα επιδότησης ενεργειακής αναβάθμισης, η προώθηση δράσεων για την ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών, η υποστήριξη της δημιουργίας Ενεργειακών Κοινοτήτων με αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κ.ά.

Η Ελλάδα έχει θέσει συγκεκριμένο ποσοτικό στόχο για τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας κατά 50% έως το 2025 και κατά 75% έως το 2030.

Παρότι η προσπάθεια αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας δεν είναι οργανωμένη και συστηματική, υπάρχουν διαθέσιμα μέτρα πολιτικής τα οποία αφορούν τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Τέτοια είναι η εφαρμογή του Κοινωνικού Τιμολογίου (ΚΟΤ) και τα ειδικά μέτρα προστασίας καταναλωτών, όπως η προθεσμία τουλάχιστον 40 ημερών για την εξόφληση των λογαριασμών κατανάλωσης ενέργειας και η δυνατότητα τμηματικής και άτοκης εξόφλησης, η αναστολή της δυνατότητας του προμηθευτή να δώσει εντολή διακοπής ηλεκτρικής ενέργειας λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών και η επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου.

Ενεργειακή αναβάθμιση κτιριακού αποθέματος

Όπως έχει διατυπωθεί στα στρατηγικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενεργειακή φτώχεια και το αυξημένο κόστος πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την επιδότηση των ενεργειακών αναγκών των νοικοκυριών αλλά θα πρέπει συμπληρωματικά να επιδιώκεται η μείωση των ενεργειακών αναγκών, κυρίως μέσω της ριζικής ενεργειακής αναβάθμισης του οικιστικού αποθέματος.

Η Ελλάδα στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έχει θέσει ως στόχο τη μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά 38% σε σχέση με το 2017 έως το 2030 σε όλους τους οικονομικούς τομείς. 3 Στο πλαίσιο αυτό έχουν τεθεί ως στόχοι η ανακαίνιση και η αντικατάσταση κτιρίων κατοικίας με νέα σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, μια πολιτική που επιδιώκει ταυτόχρονα τα τονώσει τον κατασκευαστικό κλάδο και να προσφέρει σημαντικά οικονομικά και λειτουργικά οφέλη στα νοικοκυριά αναβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης τους. Συγκεκριμένα, στοχεύεται η αναβάθμιση κατά μέσο όρο 60.000 κτιρίων ή κτιριακών μονάδων τον χρόνο, για την επίτευξη της ριζικής ανακαίνισης του 12-15% του συνόλου των κατοικιών μέχρι το έτος 2030.

Βασικό εργαλείο ενεργειακής αναβάθμισης του οικιστικού αποθέματος είναι το πρόγραμμα “Εξοικονομώ κατ’ οίκον” που εφαρμόζεται από το 2011 και σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΝ έχει συμβάλει στην ενεργειακή αναβάθμιση 128.500 κατοικιών την τελευταία δεκαετία. 4 Παρόλο που στον σχεδιασμό του προγράμματος δίνονται ευνοϊκότεροι όροι για τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων, η μέχρι τώρα εφαρμογή του δείχνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει όχημα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας των πιο ευάλωτων κατηγοριών, καθώς υπάρχουν σημαντικά δομικά εμπόδια, όπως η έλλειψη ίδιων πόρων, η γραφειοκρατία, η επισφαλής φερεγγυότητα, η ελλιπής πρόσβαση σε πληροφόρηση και τεχνογνωσία, ενώ ευάλωτοι ενοικιαστές/ριες πλήττονται επιπλέον από την επακόλουθη αύξηση των τιμών ενοικίων. 5

Συγκεκριμένα, στον πιο πρόσφατο κύκλο χρηματοδότησης «Εξοικονόμηση κατ’ οίκον ΙΙ» νοικοκυριά με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα μικρότερο των 20.000 ευρώ κατ’ έτος επιδοτούνται έως 70% για παρεμβάσεις εξοικονόμησης. Ωστόσο, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που εμπίπτουν στις πρώτες δύο εισοδηματικές κατηγορίες του προγράμματος είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του. Επιπλέον, όπως ανέδειξε έρευνα για το χωρικό και κοινωνικό αποτύπωμα του Προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ΄ Οίκον» του 2015, η χωρική κατανομή των πόρων και του μέσου ύψους επιδότησης δείχνουν μια προνομιακή συγκέντρωση σε περιοχές μεσαίων και υψηλών-μεσαίων κατηγοριών.6

Είναι επομένως απαραίτητη μια ολοκληρωμένη πολιτική που θα συνδυάζει τους στόχους της ενεργειακής αναβάθμισης (εξοικονόμηση και ΑΠΕ), με στόχους βελτίωσης της πρόσβασης σε επαρκή και οικονομικά προσιτή κατοικία, και συνολικής αναβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης. Η πολιτική αυτή απαιτεί την ανάπτυξη μηχανισμών σε τοπικό επίπεδο 7 για την τεχνική, νομική και οικονομική υποστήριξη των ευάλωτων και οικονομικά αδύναμων πληθυσμών, ώστε να συμμετέχουν ισότιμα στην προσπάθεια της πράσινης και ενεργειακής μετάβασης με κοινωνική δικαιοσύνη.

8 . Ευάλωτες ομάδες

Δ. Ολοκληρωμένη αλλά και στοχευμένη κοινωνική πολιτική με επίκεντρο τη στέγαση

Η αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης αποτελεί τον 19ο άξονα του Ευρωπαϊκού Πυλώνα για τα Κοινωνικά Δικαιώματα (European Pillar of Social Rights). Βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ προς την επίτευξη του στόχου αυτού είναι: η υιοθέτηση μακροπρόθεσμων, ολοκληρωμένων στρατηγικών για την έλλειψη στέγης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο 5 , καθώς επίσης η εισαγωγή αποτελεσματικών πολιτικών για την πρόληψη των εξώσεων, όπως κρίνεται και από το Πακέτο Κοινωνικής Επένδυσης που υιοθετήθηκε το 2013 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Τον Ιούνιο του 2021, εγκαινιάστηκε η Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση του φαινομένου της αστεγίας, ως μια κοινή δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον συντονισμό των παρεμβάσεων των κρατών μελών και την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Σκοπός της πρωτοβουλίας είναι η διευκόλυνση της ανταλλαγής γνώσης και καλών πρακτικών, η βελτίωση των διαθέσιμων στοιχείων και της παρακολούθησης, καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των φορέων που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του φαινομένου της αστεγίας.

Αντίστοιχες κατευθύνσεις διεκδικούν και οι οργανώσεις που δουλεύουν με τους αστέγους, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την επιδείνωση των φαινομένων στεγαστικού αποκλεισμού στην Ευρώπη.

Παράλληλα έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από μελέτες και δικτυώσεις ανταλλαγής τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών για τη στέγαση ευάλωτων ομάδων.

Το μοντέλο “Προτεραιότητα στη στέγαση” (Housing First) με βάση το οποίο δίνεται προτεραιότητα στην παροχή μόνιμης στέγης (αντί να θεωρεί την παροχή στέγης ως τον τελικό στόχο) θεωρείται ένα καινοτόμο μοντέλο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αστεγίας. Μάλιστα, η εμπειρία της πανδημίας ενίσχυσε την κατεύθυνση προς μοντέλα άμεσης στέγασης και υποστηριζόμενης κατοικίας, έναντι της δημιουργίας περισσότερων υπνωτηρίων και μαζικών χώρων υποδοχής, όπως έχει διατυπωθεί και σε σχετική ανακοίνωση της FEANTSA.

Στην Ελλάδα, αν και οι δομές και υπηρεσίες για τη στέγαση ευάλωτων ομάδων αυξήθηκαν την περίοδο της κρίσης, παραμένουν επισφαλείς καθώς εξαρτώνται κυρίως από προσωρινές χρηματοδοτήσεις όπως το ΕΣΠΑ. Θετική κρίνεται η εισαγωγή σταθερών επιδομάτων όπως το Επίδομα Στέγασης και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα ολοκληρωμένο και διασυνδεδεμένο πλέγμα παροχών και υπηρεσιών.

Κρίσιμη είναι η ενεργοποίηση των Δήμων 6 για την αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης σε τοπικό επίπεδο, αξιοποιώντας την πρόσφατη εμπειρία που απέκτησαν ως προς τη στέγαση συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων όπως οι άστεγοι/ες στον δρόμο, οι πρόσφυγες και οι αιτούντες/ούσες άσυλο.

Χαρακτηριστικά, ο Δήμος της Αθήνας υλοποίησε καινοτόμες προσεγγίσεις για τη στέγαση δικαιούχων διεθνούς προστασίας με το πιλοτικό πρόγραμμα Curing the Limbo. Ενώ, το δίκτυο Δήμων για την καταπολέμηση της Αστεγίας του URBACT Roof, στο οποίο συμμετείχε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, κατέγραψε σημαντικές καλές πρακτικές.

Και στην Ελλάδα, είναι σήμερα επιτακτική η ανάγκη μιας ολοκληρωμένης στεγαστικής πολιτικής, με άξονες παρέμβασης τόσο για πρόληψη της στεγαστικής επισφάλειας όσο και για αποκατάσταση/επανένταξη των ευάλωτων ομάδων. Δεδομένου ότι η επισφάλεια στέγης δεν αφορά αποκλειστικά την αστεγία, κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση μιας πολιτικής που δεν θα στοχεύει μονάχα σε ακραίες μορφές έλλειψης στέγης, αλλά θα δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο συμπεριληπτικό πλέγμα προστασίας για όλες τις καταστάσεις ευαλωτότητας. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον δυναμικό και πολύπλευρο χαρακτήρα των φαινομένων στεγαστικής επισφάλειας και έλλειψης στέγης, και να προσεγγίζει τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας με στοχευμένο τρόπο.

9 . Aστικός χώρος

Δ. Αστική ανάπτυξη με γνώμονα την οικονομικά προσιτή κατοικία

Σήμερα, στο πλαίσιο της έλλειψης στεγαστικών πολιτικών, στεγαστικής επισφάλειας, ραγδαίας αύξησης των ενοικίων, εμφάνισης νέων “παικτών” στην αγορά, και τάσεων τουριστικοποίησης, οι παρεμβάσεις στον αστικό χώρο εξακολουθούν να μην καταπιάνονται με τις επιπτώσεις τους στα ζητήματα πρόσβασης στη στέγη και ταυτόχρονα εξαντλούνται κυρίως σε έργα που γνώμονα έχουν μια (αμφισβητούμενη) αισθητική αναβάθμιση της πόλης καθώς και την ενίσχυση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και τομέων (π.χ. τουρισμός, αναψυχή), ακολουθώντας την από το 2000 νεοφιλελεύθερη στροφή των χωρικών πολιτικών. 10

Οι παρεμβάσεις δεν μπορεί να μένουν μόνο σε μεγάλα έργα “βιτρίνας” όπως έχουν χαρακτηριστεί, τα οποία συχνά αφορούν επιμέρους περιοχές των πόλεων, αλλά να διαχέονται και σε γειτονιές κατοικίας, ειδικά σε όσες τα προηγούμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από φτωχοποίηση του πληθυσμού και υποβάθμιση λόγω των διαχρονικά ελλειματικών πολιτικών αλλά και των πολιτικών λιτότητας εν μέσω κρίσης.

Αντίθετα, θα πρέπει και στην Ελλάδα να προχωρήσουν πειραματισμοί και καινοτομίες για την ολοκληρωμένη αστική ανάπτυξη (Integrated urban development), αλλά και αστικές πολιτικές που θέτουν στο επίκεντρο την επίλυση των σύγχρονων στεγαστικών προκλήσεων (άρρηκτα συνδεδεμένων με την ανάπτυξη του αστικού χώρου). 11

Επιπλέον, θα πρέπει να αναδειχθεί η άμεση σχέση που έχουν οι αστικές παρεμβάσεις και επενδύσεις, με τη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής κατοικίας. Είναι αναγκαίο οι πολιτικές και οι σχεδιασμοί για τον αστικό χώρο να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στο ζήτημα της πρόσβασης στην κατοικία και τις εκτιμώμενες ανατιμήσεις των ακινήτων.

Όλα τα παραπάνω, δεν μπορούν να προχωρήσουν εάν δεν υπάρξει ένας μηχανισμός τεκμηρίωσης (συγκέντρωσης στοιχείων) και παρακολούθησης (διαμόρφωση δεικτών και εργαλείων) για την ενημέρωση του σχεδιασμού (evidence-based) και τη συνεχή αξιολόγηση των -οικονομικών, περιβαλλοντικών, και κοινωνικών- επιπτώσεων των αστικών πολιτικών. Η δημιουργία παρατηρητηρίου προβλέπεται και στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας του 2014 (αρ. 37), χωρίς να έχει τεθεί σε εφαρμογή μέχρι σήμερα. Αντίστοιχες μεθοδολογίες έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο επιστημονικών εργασιών, ενώ αποτελούν βασική κατεύθυνση διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών.

Τέλος, κρίσιμη κρίνεται η έμπρακτη αναγνώριση της σημασίας της συμμετοχής ως δικαίωμα των πολιτών στην δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά και ως μια προϋπόθεση για την δίκαιη πόλη.

Στην Ελλάδα, η δημόσια διαβούλευση εξαντλείται στις υποχρεώσεις του νόμου, δηλαδή σε συζητήσεις σε περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια και τη δημοσιοποίηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όταν ο σχεδιασμός έχει ολοκληρωθεί και αποφασιστεί. Αντίθετα ζητούμενο είναι η θεσμοθέτηση διαδικασιών και χώρων συνεχούς και ανοιχτής διαβούλευσης και συμμετοχής σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού, ενσωματώνοντας αιτήματα και διαφορετικές οπτικές για την πόλη.