Παρά τις σημαντικές επιπτώσεις των αστικών παρεμβάσεων στη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής κατοικίας, η πολεοδομική πρακτική στην Ελλάδα παραμένει αποσπασματική εστιάζοντας κυρίως σε έργα αισθητικής αναβάθμισης του αστικού χώρου.
Κατά τη δεκαετία της οικονομικής και στεγαστικής κρίσης, μεγάλο μέρος των γειτονιών της Αθήνας φτωχοποιήθηκαν ενώ ταυτόχρονα παραμελήθηκαν και υποβαθμίστηκαν οι υποδομές, οι υπηρεσίες, και οι δημόσιοι χώροι τους.
Τα τελευταία χρόνια, σχεδιάζεται και υλοποιείται μια σειρά “μεγάλων” έργων και παρεμβάσεων στον αστικό χώρο, σε μια συγκυρία όξυνσης των ανισοτήτων σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη στέγη. Ωστόσο, ενώ οι παρεμβάσεις αυτές συχνά έχουν κρίσιμες επιπτώσεις στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, εκτοπίζοντας κατοίκους χαμηλών εισοδημάτων από τη γειτονιά τους, σπάνια γίνεται κάποια σχετική πρόβλεψη ή σύνδεση των επιπτώσεών τους με το ζήτημα της πρόσβασης στην κατοικία, σε επίπεδο σχεδιασμού και πολιτικής.
Οι παραπάνω εξελίξεις εγείρουν κρίσιμα ερωτήματα: Σε ποιους/ες απευθύνονται οι μεγάλες παρεμβάσεις στην Αθήνα; Από ποιους/ες σχεδιάζονται και υλοποιούνται; Με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό επιλύουν τα καθημερινά υπαρκτά προβλήματα και εξυπηρετούν έτσι την πλειοψηφία των κατοίκων; Μέσα από τα παραπάνω ερωτήματα, αναδεικνύονται ξανά και τίθενται προς συζήτηση τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής ανάπτυξης της Αθήνας, καθώς επίσης οι ελλείψεις και η αναγκαιότητα για έναν αστικό σχεδιασμό που θα έχει γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη.
Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 και των διαδοχικών περιορισμών κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν, αναδείχθηκαν επίσης οι ανισότητες που χαρακτηρίζουν όχι μόνο το πεδίο της στέγασης (στεγαστικές συνθήκες, στεγαστική επισφάλεια, στεγαστική στενότητα κ.ά.) αλλά και τον χώρο της πόλης συνολικότερα σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την ποιότητα του δημόσιου χώρου, την πρόσβαση σε υπηρεσίες, τη μετακίνηση με τα ΜΜΜ, όχι μόνο στο κέντρο της πόλης αλλά και στις υπόλοιπες γειτονιές της.
Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών για την κοινωνική θεώρηση των επεμβάσεων αστικού σχεδιασμού καταλήγει πως υπάρχει “η αναγκαιότητα ανάπτυξης πρακτικών για τη διαπίστωση και την παρακολούθηση των επιδράσεων στον αστικό ιστό από τις χωρικές επεμβάσεις, οι οποίες υλοποιούνται με αστικό σχεδιασμό και προσδιορίζονται στο πλαίσιο προγραμμάτων αστικής πολιτικής”. Στο πλαίσιο αυτό, η μέλετη διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάπτυξη πλαισίου εκτίμησης των κοινωνικών επιπτώσεων των επεμβάσεων αστικού σχεδιασμού.
Μια πιο πρόσφατη έρευνα για το Hellenic Observatory του LSE προτείνει ένα δείκτη πολλαπλής αποστέρησης (multiple deprivation index) για τον εντοπισμό περιοχών αστικής ευαλωτότητας και την παρακολούθηση των επιπτώσεων των αστικών αναπλάσεων και μετασχηματισμών.
Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα έχει προτείνει εργαλεία, οι πολιτικές αστικών αναπλάσεων στην Αθήνα χαρακτηρίζονται διαχρονικά από αποσπασματικότητα και επιλεκτικότητα, και κυρίως δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη σχέση που μπορεί να έχουν με το στεγαστικό ζήτημα. 1 Παρόλα αυτά, έχουν άμεσες επιπτώσεις στις τιμές κατοικίας, η αύξηση των οποίων ενίσχυε -λιγότερο ή περισσότερο ορατές- τάσεις εξευγενισμού και εκτοπισμού τμημάτων του πληθυσμού.
Η διαχρονική έλλειψη συγκροτημένων πολιτικών για την κατοικία στην Ελλάδα είναι επίσης άμεσα σχετιζόμενη με την απουσία ολιστικών πολιτικών για την εκάστοτε γειτονιά/κοινότητα κατοικίας.
Χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα, ο μηδενικός προϋπολογισμός για ανάπτυξη στεγαστικών προγραμμάτων συνδέεται με τον μηδενικό προϋπολογισμό για την “Ανάπτυξη της κοινότητας” και της γειτονιάς καθώς και με τον επίσης μηδενικό προϋπολογισμό για την “Έρευνα και Ανάπτυξη στεγαστικών και κοινοτικών υποδομών” που σε άλλες χώρες της ΕΕ συμπεριλαμβάνει στεγαστικά προγράμματα και υποδομές.
Από το 2009, ξεκίνησε η θεσμοθέτηση μιας σειράς νόμων που σχετίζονταν άμεσα ή εμμεσα με την οικονομική κρίση και την προσέλκυση επενδύσεων. Μέσα από τους νόμους αυτούς, το δημόσιο επικαλέστηκε τη μείζονα εθνική σημασία του να σταθεί η χώρα και πάλι στα πόδια της και άρχισε να τροποποιείται η πολεοδομική και χωροταξική νομοθεσία. Στόχος ήταν η μετάβαση σε ένα “νέο πρότυπο οικιστικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης”. Ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός στοχοποιείται ως απαρχαιωμένος, ανελαστικός και αντιαναπτυξιακός. Σταδιακά, ο συνολικός σχεδιασμός αντικαθίσταται από ένα σχεδιασμό κατά περίπτωση, σημειακό και ευέλικτο, ο οποίος μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μιας επένδυσης.
Παραδείγματα αποτελούν μια σειρά πολεοδομικών εργαλείων που αναπτύσσονται (όπως τα ΕΣΧΑΔΑ, ΕΣΧΑΣΕ κ.ά.) παράλληλα με την κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας και με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων του στη Διεύθυνση Χωροταξίας της Γενικής Γραμματείας Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ. Η αρμοδιότητα του σχεδιασμού για τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας κατακερματίζεται 2 , ενώ ο σχεδιασμός ανατίθεται κατά περίπτωση σε θεματικά υπουργεία (π.χ Τουρισμού, Ανάπτυξης, Οικονομικών) ή άλλους ενδιαφερόμενους/εμπλεκόμενους φορείς, όπως το ΤΑΙΠΕΔ, ιδιωτικές εταιρείες και ιδρύματα, αλλά και πιο πρόσφατα στο Τατόι, το παραλιακό μέτωπο, το ΟΑΚΑ και την ΠΥΡΚΑΛ που το σχεδιασμό ανέλαβαν ιδιωτικές μελετητικές ενδιαφερόμενων επενδυτικών κεφαλαίων.
Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας, παρά την επιλεκτική εφαρμογή του, έχει αποτελέσει τη βάση αναφοράς για τον σχεδιασμό και τη μελλοντική ανάπτυξη της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. 3 Πρόσφατα, ο Δήμος Αθηναίων ανακοίνωσε ότι ξεκινάει διαγωνισμός για την εκ νέου αναθεώρηση του ρυθμιστικού της πρωτεύουσας με ορίζοντα το 2030. Μια αναθεώρηση που κατά τα φαινόμενα επιδιώκει κυρίως να εξυπηρετήσει τις νέες επενδύσεις που είναι αντίθετες με το υφιστάμενο πλαίσιο, καθώς η τελευταία αναθεώρηση έγινε το 2014, και ενσωματώνει ήδη κατευθύνσεις για τα περισσότερα θέματα τα οποία επικαλείται η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΝ.
Η έμφαση σε στόχους εξωραϊσμού του κέντρου και προσέλκυσης νέων κατοίκων (και επενδυτών) αποτυπώνεται και σε σχεδιασμούς που προχώρησαν την περίοδο της πολυεπίπεδης κρίσης και συνδέθηκαν και με την επικράτηση ενός κυρίαρχου λόγου για την “κρίση του κέντρου” 4 της Αθήνας. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποια παραδείγματα:
Πιο πρόσφατα, παραδείγματα παρεμβάσεων στον αστικό χώρο της πόλης αναδεικνύουν αντίστοιχα ερωτήματα:
Η ακαδημαϊκή έρευνα σχετικά με την οικιστική, αστική και πολεοδομική ανάπτυξη της Αθήνας είναι πλούσια. Ιστορικά, οι μηχανισμοί παραγωγής του στεγαστικού αποθέματος στην Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα (με την αυθαίρετη δόμηση, την αντιπαροχή, την πολυδιασπασμένη και κοινωνικά διάχυτη ιδιοκτησία στέγης και την απουσία συγκροτημενων κοινωνικών πολιτικών για την κατοικία) εξελίχθηκαν παράλληλα με την απουσία κεντρικού και μακρόπνοου πολεοδομικού σχεδιασμού, με τον τελευταίο συχνά να έπεται της ανάπτυξης της πόλης. 6
Αυτή η πολεοδομική εξέλιξη της πόλης, από τη μία πλευρά δημιούργησε πολλά προβλήματα (πχ. πυκνή δόμηση, έλλειψη αστικών υποδομών, ανεπάρκεια δημόσιων χώρων ανά γειτονιά κ.ά) ενώ, παράλληλα, είχε και ορισμένες θετικές όψεις που ισχύουν μέχρι και σήμερα: τη δημιουργία πολυλειτουργικών και ζωντανών γειτονιών, με μίξη χρήσεων γης και δραστηριοτήτων, και τη στέγαση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αποφεύγοντας τον έντονο χωρο-κοινωνικό διαχωρισμό που επικράτησε σε άλλες πόλεις του κόσμου. 7
Τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονται και με τις σχετικές “αντιστάσεις” που μέχρι πρόσφατα είχε επιδείξει η εμπειρία της Αθήνας σε τάσεις εξευγενισμού (gentrification), τουλάχιστον συγκριτικά με τους τρόπους που εξελίχθηκαν και τις επιπτώσεις που είχαν σε άλλες πόλεις διεθνώς. 8
Παραδείγματα παρεμβάσεων στον αστικό χώρο όπως αυτά, υλοποιούνται στη συγκυρία στεγαστικής αναδιάρθρωσης που παρατηρείται, και μπορεί να εντείνουν προβλήματα πρόσβασης στην κατοικία, ακόμα και αν οι επιπτώσεις τους δεν μοιάζουν άμεσα συνδεδεμένες με αυτήν.
Αν και εξαγγελίες σχεδιασμών τα τελευταία χρόνια για το κέντρο της πόλης αναζητούν τρόπους για την “επιστροφή των κατοίκων” στο κέντρο, αφενός ξεχνούν πως το κέντρο συνεχίζει να κατοικείται, αφετέρου πως οι αιτίες του εκτοπισμού εντοπίζονται σε ήδη εφαρμοσμένες πολιτικές.
Οι παραπάνω σχεδιασμοί και οι τρόποι υλοποίησής τους, ειδικά όσων αφορούν το κέντρο της πόλης, φέρουν σταδιακά τη μετατροπή του από ένα πολυλειτουργικό και κοινωνικά πολυσυλλεκτικό κέντρο προς ένα μονολειτουργικό, θεματοποιημένο και κοινωνικά ομογενοποιημένο κέντρο τουρισμού και αναψυχής. 9
Τα χαρακτηριστικά της Αθήνας που μέχρι πρόσφατα στάθηκαν εμπόδιο σε διαδικασίες gentrification όπως αυτές υλοποιούνταν σε πόλεις του εξωτερικού, σήμερα μπορεί να απειλούνται: Από τάσεις τουριστικοποίησης που είναι σε εξέλιξη και ήδη εκτοπίζουν κατοίκους από τις γειτονιές τους, την εμπορευματοποίηση και χρηματιστικοποίηση του στεγαστικού αποθέματος με την επιθετική δραστηριοποίηση του επενδυτικού κεφαλαίου στην πόλη, και την εστίαση σε παρεμβάσεις που εστιάζουν κατά προτεραιότητα την προσέλκυση επενδύσεων και επισκεπτών (π.χ. τουρίστες, silver tourism, digital nomads κλπ.) αλλά παραβλέπουν τις ανάγκες της καθημερινότητας και τα προβλήματα των σημερινών κατοίκων. Διαδικασίες που εντείνουν υφιστάμενες ανισότητες και αποκλεισμούς, όχι μόνο στο πεδίο της στέγασης αλλά και της πόλης συνολικότερα.
Σήμερα, στο πλαίσιο της έλλειψης στεγαστικών πολιτικών, στεγαστικής επισφάλειας, ραγδαίας αύξησης των ενοικίων, εμφάνισης νέων “παικτών” στην αγορά, και τάσεων τουριστικοποίησης, οι παρεμβάσεις στον αστικό χώρο εξακολουθούν να μην καταπιάνονται με τις επιπτώσεις τους στα ζητήματα πρόσβασης στη στέγη και ταυτόχρονα εξαντλούνται κυρίως σε έργα που γνώμονα έχουν μια (αμφισβητούμενη) αισθητική αναβάθμιση της πόλης καθώς και την ενίσχυση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και τομέων (π.χ. τουρισμός, αναψυχή), ακολουθώντας την από το 2000 νεοφιλελεύθερη στροφή των χωρικών πολιτικών. 10
Οι παρεμβάσεις δεν μπορεί να μένουν μόνο σε μεγάλα έργα “βιτρίνας” όπως έχουν χαρακτηριστεί, τα οποία συχνά αφορούν επιμέρους περιοχές των πόλεων, αλλά να διαχέονται και σε γειτονιές κατοικίας, ειδικά σε όσες τα προηγούμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από φτωχοποίηση του πληθυσμού και υποβάθμιση λόγω των διαχρονικά ελλειματικών πολιτικών αλλά και των πολιτικών λιτότητας εν μέσω κρίσης.
Αντίθετα, θα πρέπει και στην Ελλάδα να προχωρήσουν πειραματισμοί και καινοτομίες για την ολοκληρωμένη αστική ανάπτυξη (Integrated urban development), αλλά και αστικές πολιτικές που θέτουν στο επίκεντρο την επίλυση των σύγχρονων στεγαστικών προκλήσεων (άρρηκτα συνδεδεμένων με την ανάπτυξη του αστικού χώρου). 11
Επιπλέον, θα πρέπει να αναδειχθεί η άμεση σχέση που έχουν οι αστικές παρεμβάσεις και επενδύσεις, με τη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής κατοικίας. Είναι αναγκαίο οι πολιτικές και οι σχεδιασμοί για τον αστικό χώρο να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στο ζήτημα της πρόσβασης στην κατοικία και τις εκτιμώμενες ανατιμήσεις των ακινήτων.
Όλα τα παραπάνω, δεν μπορούν να προχωρήσουν εάν δεν υπάρξει ένας μηχανισμός τεκμηρίωσης (συγκέντρωσης στοιχείων) και παρακολούθησης (διαμόρφωση δεικτών και εργαλείων) για την ενημέρωση του σχεδιασμού (evidence-based) και τη συνεχή αξιολόγηση των -οικονομικών, περιβαλλοντικών, και κοινωνικών- επιπτώσεων των αστικών πολιτικών. Η δημιουργία παρατηρητηρίου προβλέπεται και στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας του 2014 (αρ. 37), χωρίς να έχει τεθεί σε εφαρμογή μέχρι σήμερα. Αντίστοιχες μεθοδολογίες έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο επιστημονικών εργασιών, ενώ αποτελούν βασική κατεύθυνση διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών.
Τέλος, κρίσιμη κρίνεται η έμπρακτη αναγνώριση της σημασίας της συμμετοχής ως δικαίωμα των πολιτών στην δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά και ως μια προϋπόθεση για την δίκαιη πόλη.
Στην Ελλάδα, η δημόσια διαβούλευση εξαντλείται στις υποχρεώσεις του νόμου, δηλαδή σε συζητήσεις σε περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια και τη δημοσιοποίηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όταν ο σχεδιασμός έχει ολοκληρωθεί και αποφασιστεί. Αντίθετα ζητούμενο είναι η θεσμοθέτηση διαδικασιών και χώρων συνεχούς και ανοιχτής διαβούλευσης και συμμετοχής σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού, ενσωματώνοντας αιτήματα και διαφορετικές οπτικές για την πόλη.