Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας αποτελεί παγκόσμια πρόκληση, πλήττει περίπου 54 εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες και έχει άμεσο αντίκτυπο στην υγεία. Η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στην αύξηση των τιμών της ενέργειας και όχι στους λόγους για τους οποίους η κατανάλωση είναι τόσο υψηλή, γεγονός που αποτελεί μια από τις αιτίες που συμβάλλουν στην κλιματική κρίση.
Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας ή, αλλιώς, ενεργειακής ένδειας και η επίλυση των προβλημάτων τα οποία επιφέρει στη σύγχρονη κοινωνία αποτελεί παγκόσμια πρόκληση.
Η πανδημία και οι αυξανόμενες τιμές των ενοικίων έχουν εντείνει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που οφείλεται στον συνδυασμό υψηλού ενεργειακού κόστους, χαμηλού εισοδήματος των νοικοκυριών και υψηλής κατανάλωσης ενέργειας λόγω της χαμηλής ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών (μερική ή παντελής έλλειψη θερμομόνωσης, παλαιάς τεχνολογίας κουφώματα και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις).
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν τη δυνατότητα να ζεστάνουν επαρκώς τα σπίτια τους τον χειμώνα του 2021-22, όταν ξεκίνησε η τελευταία ενεργειακή κρίση, λόγω της αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου, του πετρελαίου θέρμανσης και του ηλεκτρικού ρεύματος, σε συνδυασμό με τα διαδοχικά κύματα ανατιμήσεων των βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Παρότι δεν υπάρχει ένας κοινός ευρωπαϊκός ορισμός για το φαινόμενο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητα του φαινομένου και τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει, ο οποίος μεταφράζεται σε σοβαρά προβλήματα υγείας, αποστέρησης και κοινωνικής απομόνωσης.
Εκτιμάται ότι λόγω της κλιματικής κρίσης, της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και της μεγαλύτερης συχνότητας περιόδων καύσωνα, τους καλοκαιρινούς μήνες θα αυξηθούν και οι ανάγκες για ψύξη – θερινή ενεργειακή φτώχεια – σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Η υψηλή κατανάλωση ενέργειας συνδέεται με μια από τις βασικότερες αιτίες της κλιματικής κρίσης: την καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τουτου, και καθότι το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας έχει πολυπαραγογικό χαρακτήρα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα κατάλληλο μείγμα κοινωνικών, ενεργειακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων.
Ως ενεργειακή φτώχεια ορίζεται ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών σε υπηρεσίες ενέργειας όπως θέρμανση, ψύξη, φωτισμός, γεγονός που επιφέρει δυσμενείς συνέπειες τόσο στην υγεία και την ευημερία, όσο και στο περιβάλλον. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμα μια κοινή οριοθέτηση του όρου από τους επιστήμονες που το ερευνούν.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Ενεργειακή Φτώχεια, εκτιμάται ότι περισσότερα από 54 εκατομμύρια νοικοκυριά στην ΕΕ, δηλαδή το 11% του πληθυσμού, έρχονται αντιμέτωπα με το φαινόμενο και τις επιπτώσεις της ενεργειακής φτώχειας.
Στην Ελλάδα, το 2020, το 17,1% των νοικοκυριών αδυνατούσαν να διατηρήσουν την κατοικία τους επαρκώς ζεστή, ακολουθώντας τη Βουλγαρία: 27,5%, τη Λιθουανία: 23,1%, την Κύπρο: 20,9% και την Πορτογαλία: 17,5%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ κυμαινόταν στο 8,2%. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει τη χώρα μας 5η στην ενεργειακή φτώχεια μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε σχέση με τρεις βασικούς δείκτες αποτύπωσης της ενεργειακής φτώχειας, για το 2020 στην Ελλάδα το 17,1% των νοικοκυριών (39,1% των φτωχών νοικοκυριών) αντιμετωπίζουν οικονομική αδυναμία κάλυψης ικανοποιητικής θέρμανσης, το 28,2% (50,1% των φτωχών νοικοκυριών) δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Tο 12,5% (20,3% των φτωχών νοικοκυριών) ζουν σε κατοικίες με διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπια κουφώματα. Όταν οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι (EU27) είναι 8,2%, 6,3% και 14%. Επομένως, όπως παρατηρείται, σε κάποιες περιπτώσεις, η έννοια της ενεργειακής φτώχειας, ενώ δεν είναι ταυτόσημη της εισοδηματικής, συνδέεται συχνά με αυτήν.
Σύμφωνα με έρευνα για την επίδραση της ενεργειακής φτώχειας στην υγεία, που αναφέρεται στη μελέτη του ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, το 1% έως 2,7% των θανάτων που καταγράφονται ετησίως στην Ελλάδα, όπως και το 2,7% έως 7,4% των καρδιαγγειακών νοσημάτων και το 3,1% έως 8,5% των αναπνευστικών λοιμώξεων που αντιμετωπίζονται από τα ελληνικά νοσοκομεία, οφείλονται στην ενεργειακή φτώχεια. Ο δείκτης της αυξημένης θνησιμότητας συνδέεται άμεσα με τα έντονα καιρικά φαινόμενα και, επομένως, με την ιδιαίτερα χαμηλή ή αυξημένη θερμοκρασία εντός της κατοικίας.
Συγκεκριμένα για τον δήμο της Αθήνας παρατηρείται σημαντική γεωγραφική διάχυση της εγκατάλειψης και των χαμηλών ενεργειακών προδιαγραφών των κτιρίων, της φτώχειας και της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο, εντοπίζονται μικρότερες ή μεγαλύτερες χωρικές ενότητες όπου τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Ξεχωρίζει η ζώνη που περιλαμβάνει μέρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και των περιοχών βόρεια από αυτό, δηλαδή σε Πατήσια, Σεπόλια, Κυψέλη, κτλ. Στη ζώνη αυτή συγκεντρώνονται χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και απαξιωμένο κτιριακό δυναμικό, σημειώνεται μεγάλη μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερη ενέργεια μέσω του δικτύου φυσικού αερίου δεν μοιάζει να είναι καθοριστική. 1
Η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού ορισμού του φαινομένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμποδίζει την ακριβή απογραφή των νοικοκυριών και των πολιτών που ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας ή βρίσκονται σε κίνδυνο αυτής, δυσχεραίνοντας παράλληλα τη χάραξη αποτελεσματικών στρατηγικών αντιμετώπισής της.
Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί πιεστικό πρόβλημα το οποίο επηρεάζεται από την πολύπλοκη αλληλεπίδραση της αύξησης των τιμών της ενέργειας, την αδυναμία των ανθρώπων να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους, τη στασιμότητα ή τη μείωση των εισοδημάτων, τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας και τον χαμηλό ρυθμό αναβάθμισης της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια κατοικιών με τεκμηριωμένες αρνητικές κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Στην Μακροπρόθεσμη Στρατηγική για την Ανακαίνιση του Κτιριακού Αποθέματος του 2021 του ΥΠΕΝ, αναφέρεται ότι περίπου το 40% της τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε κτιριακές χρήσεις, εκ των οποίων το 95,4% είναι κατοικίες. Σε παρόμοιο υπολογισμό καταλήγει και η έκθεση του ΙΟΒΕ και του διαΝΕΟσις για τον Τομέα Ενέργειας στην Ελλάδα, καταλήγοντας πως ο οικιακός τομέας απορρόφησε το 2018 το 32,8% της τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, πίσω μόνο από τον τομέα των υπηρεσιών που βρίσκεται στο 34,9%.
Όπως επισημαίνει η ίδια η στρατηγική του ΥΠΕΝ, “πάνω από τις μισές κατοικίες (55,7%) έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980, δηλαδή πριν την εφαρμογή του Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων και ως εκ τούτου δεν έχουν καμία θερμική προστασία”. Από τις υπόλοιπες το “42,7% έχει κατασκευαστεί μέχρι το 2010, όποτε σε αυτά τα κτίρια προβλέπεται η μερική εφαρμογή συστημάτων θερμομόνωσης, ενώ μετά το 2010, δηλαδή μετά την θέση σε εφαρμογή του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Εν.Α.Κ.), έχει κατασκευαστεί μόλις το 1,6% των κατοικιών.”
Η αδυναμία επένδυσης για την επισκευή ακινήτων και η στασιμότητα στην προσφορά νέων κατοικιών τη δεκαετία της οικονομικής ύφεσης, αλλά και η δυσκολία πρόσβασης των χαμηλότερων εισοδημάτων νοικοκυριών στο πρόγραμμα “Εξοικονομώ κατ’ οίκον” έχουν συνδράμει στην αναπαραγωγή αυτών των ανισοτήτων.
Τα κύματα ανατιμήσεων το χειμώνα του 2021-2022 έφεραν δυσβάστακτες αυξήσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στην ενέργεια θέρμανσης, πλήττοντας περαιτέρω τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τις κυριότερες μεταβολές τιμών από τη σύγκριση δεικτών Ιανουαρίου 2021 με Ιανουάριο 2020, στον ηλεκτρισμό σημειώθηκε αύξηση 56,7%, στο πετρέλαιο θέρμανσης 36% και στο φυσικό αέριο 154,8%.
Τέλος, σημαντικό αντίκτυπο στις ενεργειακές ανάγκες είχαν τα περιοριστικά μέτρα λόγω του COVID-19. Το 75% των πολιτών βρίσκονται πλέον περισσότερο χρόνο στο σπίτι, το 60% αύξησε τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών, το 40% αύξησε τη χρήση θέρμανσης μεταξύ 1 και 5 ωρών τη μέρα, το 45% είχε αλλαγές στην εργασιακή κατάσταση και το 50% είχε μείωση στο εισόδημά του.
Οι νέες διατάξεις που περιλαμβάνονται στη δέσμη μέτρων για την “Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους” παρουσιάζουν τον τρόπο αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας σε επίπεδο ΕΕ με πιο ολοκληρωμένο και συνεκτικό τρόπο πέραν της τιμολόγησης και του πρίσματος κοινωνικών παροχών.
Για την Ελλάδα τρία σημαντικά βήματα είναι η παρακολούθηση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας, η Εθνική Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης, και η ενεργειακή αναβάθμιση κτιριακού αποθέματος.
Παρακολούθηση
Βασική προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη ενιαίων εργαλείων για την κατανόηση και παρακολούθηση της ενεργειακής φτώχειας. Το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την ενεργειακή φτώχεια αποτελεί μέρος των προσπαθειών της Επιτροπής να αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια σε όλες τις χώρες της ΕΕ, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τέσσερις διαφορετικούς πρωτογενείς δείκτες 2 για τον ορισμό της ενεργειακής φτώχειας καθώς και δευτερεύοντες δείκτες και δεδομένα που σχετίζονται με τη στέγαση.
Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να τεθεί σε εφαρμογή και να ενισχυθεί ο ρόλος του Εθνικού Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Φτώχειας (ΕΠΕΦ), με μέτρα όπως, η θεσμοθέτηση του ως ανεξάρτητο φορέα, η εξασφάλιση βιώσιμης χρηματοδότησης, η στελέχωσή του κλπ. Καταστατικός σκοπός του ΕΠΕΦ είναι η ενημέρωση του κοινού και των φορέων άσκησης πολιτικής σχετικά με τα επίπεδα της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα. Δυστυχώς, από το 2014, το Εθνικό Παρατηρητήριο δεν παρουσιάζει δραστηριότητα όπως συμπεραίνει κανείς από τη μη επικαιροποίηση της βάσης δεδομένων του.
Εθνική στρατηγική και Σχέδιο Δράσης
Τον Σεπτέμβριο του 2021 ολοκληρώθηκε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της Ενεργειακής Ένδειας. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα ευνοϊκά τιμολόγια, η χορήγηση επιδομάτων, οι ενεργειακοί έλεγχοι, οι ενημερωτικές και εκπαιδευτικές δράσεις, η πρόβλεψη ευνοϊκών όρων στα προγράμματα επιδότησης ενεργειακής αναβάθμισης, η προώθηση δράσεων για την ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών, η υποστήριξη της δημιουργίας Ενεργειακών Κοινοτήτων με αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κ.ά.
Η Ελλάδα έχει θέσει συγκεκριμένο ποσοτικό στόχο για τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας κατά 50% έως το 2025 και κατά 75% έως το 2030.
Παρότι η προσπάθεια αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας δεν είναι οργανωμένη και συστηματική, υπάρχουν διαθέσιμα μέτρα πολιτικής τα οποία αφορούν τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Τέτοια είναι η εφαρμογή του Κοινωνικού Τιμολογίου (ΚΟΤ) και τα ειδικά μέτρα προστασίας καταναλωτών, όπως η προθεσμία τουλάχιστον 40 ημερών για την εξόφληση των λογαριασμών κατανάλωσης ενέργειας και η δυνατότητα τμηματικής και άτοκης εξόφλησης, η αναστολή της δυνατότητας του προμηθευτή να δώσει εντολή διακοπής ηλεκτρικής ενέργειας λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών και η επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου.
Ενεργειακή αναβάθμιση κτιριακού αποθέματος
Όπως έχει διατυπωθεί στα στρατηγικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ενεργειακή φτώχεια και το αυξημένο κόστος πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την επιδότηση των ενεργειακών αναγκών των νοικοκυριών αλλά θα πρέπει συμπληρωματικά να επιδιώκεται η μείωση των ενεργειακών αναγκών, κυρίως μέσω της ριζικής ενεργειακής αναβάθμισης του οικιστικού αποθέματος.
Η Ελλάδα στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έχει θέσει ως στόχο τη μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά 38% σε σχέση με το 2017 έως το 2030 σε όλους τους οικονομικούς τομείς. 3 Στο πλαίσιο αυτό έχουν τεθεί ως στόχοι η ανακαίνιση και η αντικατάσταση κτιρίων κατοικίας με νέα σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, μια πολιτική που επιδιώκει ταυτόχρονα τα τονώσει τον κατασκευαστικό κλάδο και να προσφέρει σημαντικά οικονομικά και λειτουργικά οφέλη στα νοικοκυριά αναβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης τους. Συγκεκριμένα, στοχεύεται η αναβάθμιση κατά μέσο όρο 60.000 κτιρίων ή κτιριακών μονάδων τον χρόνο, για την επίτευξη της ριζικής ανακαίνισης του 12-15% του συνόλου των κατοικιών μέχρι το έτος 2030.
Βασικό εργαλείο ενεργειακής αναβάθμισης του οικιστικού αποθέματος είναι το πρόγραμμα “Εξοικονομώ κατ’ οίκον” που εφαρμόζεται από το 2011 και σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΝ έχει συμβάλει στην ενεργειακή αναβάθμιση 128.500 κατοικιών την τελευταία δεκαετία. 4 Παρόλο που στον σχεδιασμό του προγράμματος δίνονται ευνοϊκότεροι όροι για τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων, η μέχρι τώρα εφαρμογή του δείχνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει όχημα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας των πιο ευάλωτων κατηγοριών, καθώς υπάρχουν σημαντικά δομικά εμπόδια, όπως η έλλειψη ίδιων πόρων, η γραφειοκρατία, η επισφαλής φερεγγυότητα, η ελλιπής πρόσβαση σε πληροφόρηση και τεχνογνωσία, ενώ ευάλωτοι ενοικιαστές/ριες πλήττονται επιπλέον από την επακόλουθη αύξηση των τιμών ενοικίων. 5
Συγκεκριμένα, στον πιο πρόσφατο κύκλο χρηματοδότησης «Εξοικονόμηση κατ’ οίκον ΙΙ» νοικοκυριά με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα μικρότερο των 20.000 ευρώ κατ’ έτος επιδοτούνται έως 70% για παρεμβάσεις εξοικονόμησης. Ωστόσο, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που εμπίπτουν στις πρώτες δύο εισοδηματικές κατηγορίες του προγράμματος είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του. Επιπλέον, όπως ανέδειξε έρευνα για το χωρικό και κοινωνικό αποτύπωμα του Προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ΄ Οίκον» του 2015, η χωρική κατανομή των πόρων και του μέσου ύψους επιδότησης δείχνουν μια προνομιακή συγκέντρωση σε περιοχές μεσαίων και υψηλών-μεσαίων κατηγοριών.6
Είναι επομένως απαραίτητη μια ολοκληρωμένη πολιτική που θα συνδυάζει τους στόχους της ενεργειακής αναβάθμισης (εξοικονόμηση και ΑΠΕ), με στόχους βελτίωσης της πρόσβασης σε επαρκή και οικονομικά προσιτή κατοικία, και συνολικής αναβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης. Η πολιτική αυτή απαιτεί την ανάπτυξη μηχανισμών σε τοπικό επίπεδο 7 για την τεχνική, νομική και οικονομική υποστήριξη των ευάλωτων και οικονομικά αδύναμων πληθυσμών, ώστε να συμμετέχουν ισότιμα στην προσπάθεια της πράσινης και ενεργειακής μετάβασης με κοινωνική δικαιοσύνη.